Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2011

Η σχέση του “αμερικάνικου ονείρου” με τη χριστιανική ηθική

του Κώστα Λ. Ζημιανίτη, Δρ. ΜΜΕ

Εισαγωγή

Μέχρι τον 19ο αιώνα πολιτική και θρησκεία είχαν κοινούς βηματισμούς, με τη δεύτερη άλλοτε να νομιμοποιεί με τη στάση της την άρχουσα τάξη και άλλοτε να δρα καταλυτικά εναντίον της κατεστημένης εξουσίας. Στη νεωτερική, όμως, εποχή η πολιτική απομακρύνεται από τη θρησκεία. Οι κοινωνικές αλλαγές που παρατηρούνται στα πλαίσια της ανάπτυξης του καπιταλισμού, δεν λαμβάνουν ή δεν χρειάζονται, πλέον, τη στήριξη της θρησκείας1. Με άλλα λόγια, στη νεωτερική εποχή το επιθυμητό πολίτευμα είναι η δημοκρατία, δηλαδή η άμεση ή έμμεση συμμετοχή των πολιτών στην άσκηση της πολιτικής.
H θρησκεία, που αποτελούσε τον ακρογωνιαίο λίθο στις παραδοσιακές κοινωνίες, στη νεωτερική εποχή παρακάμπτεται και μπαίνει σταδιακά στο περιθώριο. Οι νέες κοινωνίες προσδιορίζονται, πλέον, από τη συσσώρευση του πλούτου και όχι από την αυθεντία της θρησκείας. Την εξέλιξη αυτή την ακολούθησαν, πιστά θα λέγαμε, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, συνεπικουρούμενες από την ηθική του προτεσταντισμού και του καλβινισμού. Δεν την ακολούθησαν, όμως, οι χώρες που είχαν ως κύριο θρήσκευμα την Ορθοδοξία.
Το «αμερικάνικο όνειρο» και ό,τι συνεπάγεται αυτό γοητεύει τους απλούς πολίτες και τους κάνει ευάλωτους στους πειρασμούς. Και δεν είναι τόσο τα ενεργειακά αποθέματα και το ισχυρό οπλοστάσιο που διαθέτει η χώρα αυτή, όσο η ενσάρκωση της ουτοπίας, που θεσμοθετείται με βάση την ιδέα ότι συνιστά την πραγματοποίηση όλων όσων έχουμε ονειρευτεί: πλούτο, αφθονία, ελευθερία, δικαιοσύνη2 κ.λπ. Εν συντομία, τη μέρα που γεννιέται η Αμερική, η Ευρώπη χάνει την αίγλη της και σταδιακά εξαφανίζεται. Όλοι οι μύθοι, πλέον, της νεωτερικότητας είναι αμερικανικοί. Αντίθετα, η Εκκλησία υποβοηθούμενη από την εσχατολογική της συνείδηση αντιστέκεται από τη μία πλευρά στη συμπόρευσή της με τους ισχυρούς της γης και από την άλλη δεν εντάσσεται στη λογική του σχεδιασμού μιας κοινωνικής ουτοπίας3.
Στην παρούσα εργασία θα επιδιώξουμε να αναδείξουμε τις διαφορές, αλλά και τις τυχόν ομοιότητες μεταξύ του «αμερικάνικου ονείρου» και της χριστιανικής ηθικής.

1. Το αμερικάνικο όνειρο

Η Αμερική δεν είναι ούτε ένα όνειρο ούτε μια πραγματικότητα, είναι μια υπερπραγματικότητα, ένας μύθος. Μ’ αυτήν εξάλλου την ιδιότητα κυριαρχεί στον κόσμο. Όλα στη χώρα αυτή είναι πραγματικά, πραγματιστικά, και όλα σε κάνουν να τα χάνεις. Οι Αμερικανοί αποτελούν, για μας τους Ευρωπαίους, το ιδεώδες υλικό ανάλυσης όλων των δυνατών παραλλαγών του μοντέρνου κόσμου.
Η Αμερική είναι ένα γιγαντιαίο ολόγραμμα, με την έννοια ότι η ολική πληροφορία περιέχεται στο κάθε στοιχείο. Οποιοδήποτε παράδειγμα και αν πάρουμε (σπίτι, πάρκινγκ, εστιατόριο κ.λπ.), από το πιο μικρό χωριό του νότου, του βορρά, της ανατολής και της δύσης, θα έχουμε μπροστά μας «όλη» την Αμερική. Μια εικόνα που πλησιάζει τη φαντασίωση, που αν διακοπεί όλες οι εντυπώσεις διασκορπίζονται, συνάμα και η πραγματικότητα.
Σ’ αυτήν τη μητρόπολη του κόσμου το δικαίωμα να περπατάς το έχουν μόνο οι μετανάστες του Τρίτου Κόσμου. Για τους υπόλοιπους, το περπάτημα και η μυϊκή άσκηση έχουν γίνει σπάνια αγαθά, υπηρεσίες που στοιχίζουν ακριβά. Έτσι, τα πράγματα αντιστρέφονται και ταυτόχρονα εκδικούνται. Οι ουρές μπροστά στα εστιατόρια πολυτελείας και στα κέντρα αδυνατίσματος είναι τις περισσότερες φορές πιο μακριές απ’ αυτές μπροστά στα συσσίτια για άπορους. Αυτό συνιστά, βέβαια, μεταμόρφωση της δημοκρατίας, όπου όλοι έχουν μια ευκαιρία για λίγα λεπτά διασημότητας.
Η Αμερική είναι η αυθεντική έκδοση της νεωτερικότητας, η Ευρώπη είναι η μεταγλωττισμένη ή με υπότιτλους έκδοση. Η Αμερική εξορκίζει το θέμα της καταγωγής, δεν την ενδιαφέρει η αυθεντικότητα, δεν έχει παρελθόν ούτε θεμελιακή αλήθεια. Επειδή δεν έχει γνωρίσει πρωτόγονη συσσώρευση χρόνου, ζει στην αέναη προσομοίωση, στην αέναη επικαιρότητα των σημείων. Ακόμη, δεν έχει προπατορική εδαφική περιοχή, αυτή των Ινδιάνων οροθετείται, σήμερα, σε προστατευμένες περιοχές που ισοδυναμούν με τα μουσεία όπου αποταμιεύουμε έργα τέχνης. Εν συντομία, την Αμερική δεν την απασχολούν προβλήματα ταυτότητας4.
Τελικά, εμείς οι Ευρωπαίοι θα παραμείνουμε νοσταλγικοί ουτοπιστές του ιδανικού που θα μας βασανίζει, αλλά κατά βάθος θα ευχόμαστε να μην πραγματοποιηθεί. Το πρόβλημά μας θα είναι ότι οι αρχικοί μας στόχοι –επανάσταση, πρόοδος, ελευθερία – θα έχουν εξαφανιστεί πριν επιτευχθούν.

2. Ανάλυση της «χριστιανικής ηθικής»

Στη σημερινή γλώσσα του πολιτισμού το ήθος είναι μια έννοια αντικειμενικού μέτρου για την αξιολόγηση του ατομικού χαρακτήρα, της ατομικής συμπεριφοράς. Έχει συνδεθεί νοηματικά με τις κοινωνικές κατηγορίες του καλού και του κακού και αντιπροσωπεύει την ανταπόκριση του κοινωνικού ατόμου σε ένα αντικειμενικό χρέος που διαβαθμίζεται σε επιμέρους «αρετές». Το ήθος του κάθε ανθρώπου είναι η αντικειμενική αξιολόγησή του με βάση την κλίμακα των αρετών που έχει αποδεχθεί το κοινωνικό σύνολο5.
            Η κλίμακα των αρετών που προσδιορίζει το ατομικό ήθος είναι το αποτέλεσμα μιας γενικότερης θεώρησης –θρησκευτικής, φιλοσοφικής ή και ορθολογικά «επιστημονικής» - των προβλημάτων συμπεριφοράς του κάθε ατόμου. Το συγκεκριμένο είδος της συστηματικής ενασχόλησης με τα προβλήματα που αναφέρονται στο ανθρώπινο είδος καθιερώθηκε να ονομάζεται Ηθική. Έτσι, η ηθική μπορεί να προκύπτει από μια φιλοσοφική θεώρηση και ερμηνεία του ανθρώπινου ήθους ή να είναι αποτέλεσμα μιας θρησκευτικής νομοθεσίας που καθορίζει την ανθρώπινη συμπεριφορά6.
Στον χώρο της χριστιανικής Εκκλησίας και πιο συγκεκριμένα στην παράδοση της Ορθόδοξης Ανατολής, το πρόβλημα του ανθρώπινου ήθους ανέκαθεν ταυτίζονταν με την υπαρκτική αλήθεια του ανθρώπου. Έτσι, το ήθος δεν είναι τόσο το αντικειμενικό μέτρο για την αξιολόγηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, όσο η δυναμική ανταπόκριση της προσωπικής ελευθερίας στην υπαρκτική αλήθεια και γνησιότητα του ανθρώπου. Με άλλα λόγια, το ήθος αναφέρεται στο γεγονός της σωτηρίας του ανθρώπου.

3. Η σχέση οικονομίας και θρησκείας

Στις παραδοσιακές κοινωνίες πριν τον 17ο αιώνα επικρατούσε η αντίληψη ότι η οικονομική και η θρησκευτική ζωή αποτελούσαν ένα ενιαίο πολιτισμικό σύνολο. Μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις, πίστευαν ότι η θέληση του Θεού καθορίζει την οικονομική ζωή με τον ίδιο τρόπο που καθορίζει και τις τύχες των ανθρώπων. Εν συντομία, τόσο οι οικονομικοί θεσμοί όσο και οι συναλλαγές αποκτούσαν νομιμοποιητικό χαρακτήρα μόνο όταν διεξάγονταν σε θρησκευτικά-ηθικά πλαίσια7.
Προς επίρρωση των παραπάνω, οι σχολαστικοί θεολόγοι του Μεσαίωνα επέκριναν κάθε οικονομική δραστηριότητα που αποσκοπούσε στο κέρδος και, ιδιαίτερα, τη συσσώρευση πλούτου  που κατευθύνονταν για την εξαγορά συνειδήσεων. Για το ίδιο θέμα, ο ιστορικός και οικονομολόγος Tawney8 αναφέρει: Εκείνο που είναι ασυγχώρητο αμάρτημα είναι η δραστηριότητα του κερδοσκόπου ή του μεσάζοντα, που αποκομίζουν προσωπικά κέρδη από την εκμετάλλευση των κοινών αναγκών. Ο αληθινός απόγονος των δογμάτων του Ακινάτου είναι η εργατική θεωρία της αξίας. Ο τελευταίος των σχολαστικών ήταν ο Καρλ Μαρξ.
Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι η εσχατολογική συνείδηση της Εκκλησίας από τη μία πλευρά αντιστέκεται στη συμπόρευσή της με τους ισχυρούς του κόσμου και από την άλλη αρνείται να στοιχηθεί στο άρμα μιας κοινωνικής ουτοπίας. Με άλλα λόγια, ενώ η Εκκλησία προετοιμάζει την ανακαίνιση του κόσμου, δεν είναι πρόθυμη να καταφύγει σε ασκητικούς ακτιβισμούς για να το πετύχει9.

3.1 Η Ορθόδοξη προσέγγιση του πλούτου και της ιδιοκτησίας

Για την ορθόδοξη Εκκλησία η έννοια της οικονομίας έχει, κυρίως, σωτηριολογικό χαρακτήρα και σημαίνει τον συμβιβασμό μεταξύ ιδεώδους και πραγματικότητας. Η Εκκλησία σε καμία φάση της δεν ασχολήθηκε με οικονομικές θεωρίες ή οικονομικά συστήματα, όπως αυτά νοούνται στη σύγχρονη εποχή, και ποτέ της δεν διατύπωσε μια συστηματική οικονομική ηθική10. Βέβαια, χωρίς άρτο η βιολογική ζωή είναι αδύνατη, όπως έλεγε και ο Ματθαίος11. Για τον λόγο αυτό θα πρέπει να διαχωρίσουμε το σωτηριολογικό μήνυμα των βιβλικών κειμένων και τις ηθικές εντολές που περιέχουν, από τη συμπεριφορά των μελών της Εκκλησίας, είτε αυτά είναι λαϊκοί είτε κληρικοί. Με άλλα λόγια, η ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί έξω από την πνευματική και σωτηριολογική αποστολής της την ενασχόληση με αυτό που σήμερα ονομάζουμε οικονομία.

3.1.1 Η προσέγγιση του θεσμού της ιδιοκτησίας στην Παλαιά Διαθήκη

Η Παλαιά Διαθήκη, αν και δεν είναι οικονομικό βιβλίο, αποκτά, όμως, οικονομική-ηθική12 σημασία, γιατί βασικές διατάξεις της αναφέρονται στην κοινωνική ζωή όλης της ανθρωπότητας13. Μάλιστα, η εργασία που αποσκοπεί στην απόκτηση ιδιοκτησίας και στον βιοπορισμό ευλογείται και εμφανίζεται ως εντεταλμένη από τον Θεό. Τα πράγματα αλλάζουν μετά την πτώση του ανθρώπου, όπου η εργασία θεωρείται ποινή από τον Θεό προς τον άνθρωπο14.
Πάντως, στα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης πουθενά δεν αναφέρεται ότι απαγορεύεται η συσσώρευση αγαθών και πλούτου, απεναντίας θεωρείται ευλογία η ευημερία και δοκιμασία η πενία και οι κακουχίες, όπως στην περίπτωση του Ιώβ15. Βέβαια, απορίας άξιο είναι το γεγονός, ότι η απάντηση το Θεού προς τον Ιώβ δεν είναι αρκούντος διαφωτιστική, ως προς την απονομή της απόλυτης δικαιοσύνης.
Εν συντομία, στην Παλαιά Διαθήκη ο πλούτος δεν επικρίνεται, καταδικάζεται, όμως, η κοινωνική αδικία, που προέρχεται από την κακή και δίχως ηθικούς φραγμούς χρήση του πλούτου16.

3.1.2 Η προσέγγιση του θεσμού της ιδιοκτησίας στην Καινή Διαθήκη

«Μη μαζεύετε θησαυρούς πάνω στη γη, όπου τους αφανίζει ο σκόρος και η σκουριά, και όπου οι κλέφτες κάνουν διαρρήξεις και τους κλέβουν. Αντίθετα, να μαζεύετε θησαυρούς στον ουρανό, όπου δεν τους αφανίζουν ούτε ο σκόρος ούτε η σκουριά, κι όπου οι κλέφτες δεν κάνουν διαρρήξεις και δεν τους κλέβουν. Γιατί, όπου είναι ο θησαυρός σας εκεί θα είναι και η καρδιά σας. Το λυχνάρι του σώματος είναι τα μάτια. Αν λοιπόν τα μάτια σου είναι γερά, όλο σου το σώμα θα είναι στο φως. Αν όμως τα μάτια σου είναι χαλασμένα, όλο σου το σώμα θα είναι στο σκοτάδι. Κι αν το φως που έχεις μεταβληθεί σε σκοτάδι, σκέψου πόσο θα ’ναι το σκοτάδι. Κανείς δεν μπορεί να είναι δούλος σε δύο κυρίους:  γιατί ή θα μισήσει τον ένα και θα αγαπήσει τον άλλο, ή θα στηριχθεί στον ένα και θα περιφρονήσει τον άλλο. Δεν μπορεί να είστε δούλοι και στον Θεό και στο χρήμα»17
Το παραπάνω χωρίο δεν πρέπει να ερμηνευτεί ως απόρριψη της ιδιοκτησίας18, αλλά ως μια προσπάθεια σωστής ιεράρχησης των αξιών και απόρριψης της «ειδωλολατρίας» των υλικών αγαθών. Εν συντομία, ο πλούτος καθαυτός ούτε αμάρτημα είναι ούτε καταδικάζεται. Αμάρτημα είναι η εκμετάλλευση των συνανθρώπων μας, προκειμένου να αποκτήσουμε περισσότερα υλικά αγαθά. Τα υλικά σε σχέση με τα πνευματικά αγαθά θεωρούνται πρόσκαιρα, ενώ τα δεύτερα αιώνια. Αντίστοιχο μήνυμα εισπράττουμε και από την παραβολή του πλουσίου και του πτωχού Λαζάρου19.
Τελικά, θα πρέπει να τονίσουμε ότι στην Καινή Διαθήκη δεν γίνεται καμία αναφορά σε οικονομικά μοντέλα. Η έννοια της οικονομίας εξετάζεται ως ηθικοθρησκευτική σχέση και θεωρείται ως μέσο και όχι ως αυτοσκοπός, για τη σωτηρία του ανθρώπου20.

4. Σύγκριση του οικονομικού γιγαντισμού με την χριστιανική ηθική

Ο θρίαμβος και η αλαζονική συμπεριφορά του πλούτου είναι τόσο καταλυτική, ώστε προσλαμβάνει στις μέρες μας περισσότερο από κάθε άλλη εποχή τα χαρακτηριστικά μιας σύγχρονης ιεροφάνειας21. Στην κατάσταση αυτή, το Ευαγγέλιο δίνει διέξοδο με την παραβολή του «Άφρονος Πλουσίου»22, στην οποία συμπυκνώνεται με δημιουργικό τρόπο η ερμηνεία της υπέρμετρης γιγάντωσης του πλούτου.
Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι πώς στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης και της επικράτησης του καπιταλισμού θα εκφραστεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το αίτημα για κοινωνική δικαιοσύνη. Στα παλαιότερα χρόνια, όπου η κοινωνικο-οικονομική διαστρωμάτωση ήταν διαφορετική, η Εκκλησία προέτασσε τη φιλανθρωπία ως μηχανισμό άμβλυνσης της επικρατούσας αδικίας. Στις μέρες μας, όμως, η εκκλησιαστική φιλανθρωπία είναι αδύναμη, αν όχι ανεπαρκής, για να αντιμετωπίσει ένα τόσο σοβαρό πρόβλημα, τη στιγμή μάλιστα που δεν συνοδεύεται και από την αντίστοιχη θεολογική κριτική των αιτιών που το γέννησαν και το ανέθρεψαν23.
Η φιλανθρωπία, βέβαια, από μόνη της δεν μπορεί να προσφέρει τίποτα ουσιαστικό, καθώς εμπεριέχεται και προβάλλεται ως μείζονος σημασίας συμπεριφορά απ’ όλες τις θρησκείες και απ’ όλους τους πολιτισμούς. Και αυτό γιατί η συμπεριφορά αυτή χρησιμοποιείται ως άλλοθι απενοχοποίησης από τους απανταχού «φιλοπλουτούντες». Άρα, η θεσμοθετημένη φιλανθρωπία, παρά τα πρόσκαιρα θετικά αποτελέσματά της, δεν είναι σε καμία περίπτωση ένδειξη έμπρακτης μετάνοιας εκ μέρος των ανθρώπων του πλούτου24.
Στην ίδια μη παραδεκτή κατεύθυνση, τουλάχιστον από την ορθόδοξη παράδοση, κινείται και η αντίληψη περί σωτηρίας της ψυχής η οποία απορρίπτει τον υλικό κόσμο (πλούτο) και δημιουργεί ένα αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ φυσικού και μεταφυσικού, ύλης και πνεύματος, ψυχής και σώματος, Θεού και ανθρώπου, ιερού και κοσμικού, ατόμου και κοινωνίας25. Έτσι, έχει επικρατήσει η άποψη ότι το ορθόδοξο βίωμα και η ορθόδοξη θεολογία και παράδοση οδηγούν τον άνθρωπο σε μια εξωκοσμική παθητική στάση έναντι του κόσμου. Ως επιχείρημα προβάλλεται η ανατολική μοναστική-ασκητική παράδοση και το κίνημα του Ησυχασμού. Αντίθετα, μια ματιά στη στατιστική των επαγγελμάτων της Αμερικής δείχνει με καταπληκτική συχνότητα ένα φαινόμενο: δηλαδή το γεγονός, ότι οι επιχειρηματίες και οι κάτοχοι του μεγάλου κεφαλαίου, είναι στη μεγάλη τους πλειοψηφία προτεστάντες26.
Η αντίληψη, μάλιστα, ότι η Ορθοδοξία αποτελεί πνευματικό ιδεώδες που αδιαφορεί για τα εγκόσμια, έχει δημιουργήσει, σύμφωνα με τον Μίλλερ-Άρμακ27, τις παρακάτω κοινωνιολογικές συνέπειες: i) να μετατραπεί η ορθόδοξη Εκκλησία σε Κρατική, εξαιτίας της απουσίας ικανών αντιπολιτευτικών δυνάμεων ii) να παρεμποδιστεί η εξέλιξη της ορθολογικής σκέψης iii) να μην αναπτυχθεί οικονομική ηθική iv) να μην εκδηλωθεί οικονομική δραστηριότητα εκ μέρος της Εκκλησίας και v) να παρεμποδιστεί η ανάπτυξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Οι παραπάνω, λανθασμένες κατά τη γνώμη μας, απόψεις δεν λαμβάνουν υπ’ όψιν τους: πρώτον, το ότι ο καπιταλισμός, λόγω των ιστορικών συνθηκών, δεν θα μπορούσε να αναπτυχθεί μέσα στον ορθόδοξο γεωγραφικό χώρο και δεύτερον, το κοινοτικό ιδεώδες της Ορθοδοξίας δεν εμπεριέχει στη φύση του εκείνα τα στοιχεία του προτεσταντικού ατομισμού, που είναι καθοριστικά για την ανάπτυξη του καπιταλισμού.
Ο καπιταλισμός, όπως είναι γνωστό, γεννήθηκε και ανδρώθηκε τον 18ο και τον 19ο αιώνα, αλλά εδραιώθηκε παγκοσμίως το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, παραμένοντας, πλέον, το μόνο κυρίαρχο οικονομικό σύστημα, μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Σήμερα όλοι μιλούν για τον προηγμένο χρηματο-οικονομικό καπιταλισμό, που αποτελεί την ατμομηχανή της κοινωνικής και οικονομικής μεταβολής για όλα τα κράτη.
Η εγκαθίδρυση, λοιπόν, του καπιταλισμού, ανεξάρτητα με το αν κάποιος είναι οπαδός ή πολέμιός του οδήγησε στην αναδιάρθρωση των κοινωνικών δομών. Πιο συγκεκριμένα, στον οικονομικό χώρο ο καπιταλισμός ενέτεινε  την οικονομική ανισότητα τόσο μέσα στις κρατικές κοινωνίες όσο και μεταξύ τους. Στον πολιτικό χώρο βοήθησε στον συγκεντρωτισμό της εξουσίας και στην ανάδειξη μιας μόνο υπερδύναμης, δηλαδή των ΗΠΑ. Στον πολιτισμικό χώρο άσκησε επίδραση στις ιστορικές, πολιτισμικές και θρησκευτικές παραδόσεις των λαών, με άμεση συνέπεια την εμπορευματοποίηση των πάντων, χωρίς πια ιερά και όσια. Για παράδειγμα, ένας Ορθόδοξος χριστιανός μπορεί να συμμετέχει στη λατρεία της Εκκλησίας, αλλά ταυτόχρονα να αναζητά το μέλλον του στις καφετζούδες και στους αστρολόγους28.
Μια άλλη, εξίσου σημαντική, συνέπεια του καπιταλισμού και της παγκοσμιοποίησης είναι η δημιουργία μιας αμυντικής αντίδρασης, ενός αμυντικού εθνικισμού, κυρίως στις τοπικές κοινωνίας, που αναπόφευκτα οδηγούν στην παραγωγή του ρατσισμού και της ξενοφοβίας. Στο σημείο αυτό εμπλέκεται και η θρησκεία, μιας και είναι από τους σημαντικότερους παράγοντες που διαμορφώνουν την εθνική ταυτότητα. Ο βαθμός, όμως, στον οποίο η θρησκεία λειτουργεί διχαστικά ή ενωτικά, που εμποδίζει ή προάγει την κοινωνική συνοχή και την αποδοχή της πλουραλιστικής κοινωνίας, εξαρτάται άμεσα και από τη διαλεκτική σχέση οικονομίας, εξουσίας και θρησκείας29.

Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι με τη σύγχρονη μορφή του ο καπιταλισμός έχει πετύχει την αλλαγή των κοινωνιών και έχει δημιουργήσει τόσα και τέτοια προβλήματα, που καμιά θρησκεία, δεν είναι σε θέση να τα αντιμετωπίσει. Θα μπορούσε, όμως, η Εκκλησία και σε ό,τι μας ενδιαφέρει η Ορθόδοξη να αμβλύνει κάπως τα προβλήματα, παράγοντας προφητικό εκκλησιαστικό λόγο, που να έχει άμεση σχέση με τη σωτηριολογική της αποστολή.

Επίλογος

           Η εκκλησιαστική κοινότητα, σύμφωνα και με τις ιστορικές μαρτυρίες, δεν τίθεται απέναντι στον πλούτο, αλλά στον αθέμιτο πλουτισμό, που τροφοδοτείται από την κοινωνική αδικία, δηλαδή τη συστηματική αρπαγή του παραγόμενου οικονομικού πλούτου. Αυτό σημαίνει ότι η έκφραση της χριστιανικής ταυτότητας του πλουσίου δεν βρίσκεται στην κατοχή του πλούτου, αλλά στον τρόπο που αυτός (ο πλούτος) διαχέεται στους άπορους και γενικά στους έχοντες ανάγκη. Μια στάση, που δεν αποτελεί απλά μια ηθική πράξη, αλλά θεολογική ομολογία του χριστολογικού χαρακτήρα του φτωχού. Μόνο έτσι ο οικονομικά ισχυρός μπορεί να αποδείξει εν τοις πράγμασι ότι δεν εξαρτάται από την εγκόσμια λογική του κτιστού, αλλά προσανατολίζεται στη λογική της Εκκλησίας, δηλαδή στη σωτηριολογική προοπτική της Βασιλείας του Θεού.
Οι μέντορες της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας είναι σίγουρο ότι κάποια στιγμή θα ηττηθούν, όπως εξάλλου έχει γίνει και στο παρελθόν με αντίστοιχες οικονομικές δομές, πολιτικές οντότητες και στρατιωτικούς σχηματισμούς. Η πτώση τους θα οφείλεται περισσότερο στην εσωτερική διάβρωση κα σήψη, παρά στην ανύπαρκτη αντίσταση των λαών. Με άλλα λόγια, ο αντίπαλος όσων απομυζούν το αίμα των ανθρώπων και καρπούνται τον κόπο τους, δεν είναι ούτε οι χρεοκοπημένες ιδεολογικές στρατεύσεις ούτε και τα παρωχημένα πολιτικά σχήματα, αλλά το εν Χριστώ σώμα της Εκκλησίας.

1 Πρβλ. M. Weber, H προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού, μτφρ. Μ. Γ. Κυπραίου, (Αθήνα: Gutenberg, 2006).
2  Πρβλ. J. Baudrillard, Αμερική, μτφρ. Ν. Χρηστάκης, (Αθήνα: futura, 22004).
3 Πρβλ. Δ. Αρκάδας & Δ. Μπεκριδάκης, ΛΟΓΟΣ ΣΚΛΗΡΟΣ, Κεφάλαια τοξικής Θεολογίας, (Αθήνα: Εξάντας, 2001).
4 Πρβλ. J. Baudrillard, όπ. παρ., σ. 86.
5 Βλ. Χρ. Γιανναρά, Η ελευθερία του ήθους, (Αθήνα: Ίκαρος, 2002).
6 Βλ. Χρ. Γιανναρά, όπ. παρ., σ. 23.
7 Πρβλ. Ν. Κοκοσαλάκης, «Ορθοδοξία και Οικονομία», στο Η Ορθοδοξία ως Πολιτισμικό Επίτευγμα και τα Προβλήματα του Σύγχρονου Ανθρώπου, τόμ. 1ος , επιμ. εκδ. Σ. Γουνελάς (Πάτρα: Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, 2002) 216.
8 Βλ. R. Tawney, Η Χριστιανική Θρησκεία και η Άνοδος του Καπιταλισμού, μτφρ. Δ. Κούρτοβικ, (Αθήνα: Κάλβος, 1979).
9 Πρβλ. Δ. Αρκάδας & Δ. Μπεκριδάκης, όπ. παρ., σ. 47.
10 Πρβλ. Ν. Κοκοσαλάκης, όπ. παρ., σ. 222.
11 Βλ. Ματθ., 4, 4 : «Ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος».
12  Γέν. 1, 27-31, 2, 15-17, 18-25.
13  Πρβλ. Α. Κόμπος, Σύντομος Ιστορική Ανασκόπησις του Θεσμού της Κοινοκτημοσύνης και Χριστιανική Θεώρησις του πλούτου, (Αθήνα, 1986).
14  Πρβλ. Π. Μπρατσιώτης, Χριστιανισμός και Εργασία, (Αθήνα, 1959).
15  Βλ. Ιώβ 24,1.
16  Είναι γνωστό ότι οι προφήτες, αν και δεν προέρχονταν από τα κατώτερα και ακαλλιέργητα στρώματα, εντούτοις, απροκάλυπτα, καταδίκαζαν την εκμετάλλευση των φτωχών και των αδυνάτων από τους πλούσιους και δυνατούς (Πρβλ. M. Weber, όπ. παρ.).
17  Βλ. Ματθ. 6, 19-24.
18  Πρβλ. Α. Κόμπος όπ. παρ. σ.70 & Γ. Ροδίτης, Χριστιανισμός και Πλούτος, (Αθήνα: 1970).
19  Βλ. Λουκ. 16, 19-31.
20  Πρβλ. Ν. Κοκοσαλάκης, όπ. παρ., σ. 228.
21  Βλ. Δ. Αρκάδα (2005), «Η Βουλιμία του Πλούτου», Θρησκειολογία, 6-7: 74.
22  Βλ. Λουκ. 12, 16-21.
23  Πρβλ. Δ. Αρκάδας & Δ. Μπεκριδάκης, όπ. παρ., σ. 49.
24  Πρβλ. Δ. Αρκάδας & Δ. Μπεκριδάκης, όπ. παρ., σ. 50.
25  Πρβλ. Ν. Κοκοσαλάκης, όπ. παρ., σ. 230.
26  Πρβλ. M. Weber, όπ. παρ., σ. 31.
27 Πρβλ. Α. Παπαδερός, «Ορθοδοξία και Οικονομία: Διάλογος με τον Alferd Muller-Armak», στο Θέματα Κοινωνιολογίας της Ορθοδοξίας, επιμ. Γ. Μαντζαρίδου (Θεσσαλονίκη: Πουρναρά, 1975) 98-102.
28 Πρβλ. Ν. Κοκοσαλάκης, όπ. παρ., σ. 252.
29 Πρβλ. Ν. Κοκοσαλάκης, όπ. παρ., σ. 253.
24  Πρβλ. Δ. Αρκάδας & Δ. Μπεκριδάκης, όπ. παρ., σ. 50.
25  Πρβλ. Ν. Κοκοσαλάκης, όπ. παρ., σ. 230.
26  Πρβλ. M. Weber, όπ. παρ., σ. 31.
27 Πρβλ. Α. Παπαδερός, «Ορθοδοξία και Οικονομία: Διάλογος με τον Alferd Muller-Armak», στο Θέματα Κοινωνιολογίας της Ορθοδοξίας, επιμ. Γ. Μαντζαρίδου (Θεσσαλονίκη: Πουρναρά, 1975) 98-102.
28 Πρβλ. Ν. Κοκοσαλάκης, όπ. παρ., σ. 252.
29 Πρβλ. Ν. Κοκοσαλάκης, όπ. παρ., σ. 253.

Βιβλιογραφία

Αρκάδας Δ. & Μπεκριδάκης Δ., ΛΟΓΟΣ ΣΚΛΗΡΟΣ, Κεφάλαια τοξικής Θεολογίας, (Αθήνα: Εξάντας, 2001).
Αρκάδας Δ. (2005), «Η Βουλιμία του Πλούτου», Θρησκειολογία, 6-7: 74.
Baudrillard J., Αμερική, μτφρ. Ν. Χρηστάκης, (Αθήνα: futura, 22004).
Weber Μ., H προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού, μτφρ. Μ. Γ. Κυπραίου, (Αθήνα: Gutenberg, 2006).
Γιανναρά Χρ., Η ελευθερία του ήθους, (Αθήνα: Ίκαρος, 2002).
Κοκοσαλάκης Ν., «Ορθοδοξία και Οικονομία», στο Η Ορθοδοξία ως Πολιτισμικό Επίτευγμα και τα Προβλήματα του Σύγχρονου Ανθρώπου, τόμ. 1ος , επιμ. εκδ. Σ. Γουνελάς (Πάτρα: Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, 2002) 216.
Κόμπος Α., Σύντομος Ιστορική Ανασκόπησις του Θεσμού της Κοινοκτημοσύνης και Χριστιανική Θεώρησις του πλούτου, (Αθήνα, 1986).
Παπαδερός Α., «Ορθοδοξία και Οικονομία: Διάλογος με τον Alferd Muller-Armak», στο Θέματα Κοινωνιολογίας της Ορθοδοξίας, επιμ. Γ. Μαντζαρίδου (Θεσσαλονίκη: Πουρναρά, 1975) 98-102.
Tawney R., Η Χριστιανική Θρησκεία και η Άνοδος του Καπιταλισμού, μτφρ. Δ. Κούρτοβικ, (Αθήνα: Κάλβος, 1979).

Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2011

Βία, Παιδί και Τηλεόραση

Βία, παιδί και τηλεόραση
[Ζημιανίτης, Κώστας]



Η πρόσληψη της τηλεοπτικής βίας από τα παιδιά

ΕΚΔΟΣΕΙΣ: Ιερά / Βέβηλα - 2009
ISBN: 960-87035-4-9
Σελίδες: 260

Κατηγορία: | Βία | Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης | Τηλεόραση - Κοινωνιολογικές απόψεις

Τιμή εκδότη: 20,19€
Τιμή TheBookstore ΑΝΤΙΠΟΛΙΣ: 18,17€

Το "Βία, παιδί, τηλεόραση: η πρόσληψη της τηλεοπτικής βίας από τα παιδιά" περιλαμβάνει θεματολογικά μία ποικιλία από σύγχρονους προβληματισμούς: θεωρίες για την επίδραση των ΜΜΕ, το μοντέλο των "κοινωνικών αναπαραστάσεων", εκτιμήσεις αναφορικά με την επίδραση της τηλεόρασης στα παιδιά και, τέλος, την απεικόνιση της βίας στην τηλεόραση. Δεν πρόκειται, όμως, για ένα ελεύθερο δοκίμιο πάνω σε σύγχρονα ενδιαφέροντα ζητήματα. Αντίθετα, συνιστά μία επιστημονική μελέτη που προέκυψε από αυστηρά ερευνητικά ερωτήματα και συγκεκριμένες μεθοδολογικές επιλογές. Σε όλη την έκταση του βιβλίου κυριαρχεί η ικανή γνώση της θεωρίας, η στατιστική των ερωτηματολογίων και η ανάλυση των παιδικών σχεδίων. Ο συγγραφέας καταπιάνεται μ' ένα εξαιρετικά επίκαιρο και επιτακτικό θέμα. Με τρόπο εύληπτο και περιεκτικό παρουσιάζει όλη τη θεωρητική και ερευνητική δουλειά που έχει γίνει σ' αυτόν τον τομέα στις Δυτικές κυρίως κοινωνίες. Αυτό όμως που καθιστά μοναδική τη δική του μελέτη είναι ο τρόπος με τον οποίο εφαρμόζει, ασκεί κριτική και αναθεωρεί αυτή τη δουλειά επί τη βάσει συγκεκριμένων δειγμάτων του ελληνικού μαθητικού πληθυσμού. Ως εκπαιδευτικός, ο συγγραφέας αντιμετωπίζει το θέμα του με τη δέουσα ευαισθησία, ενώ παράλληλα προσπαθεί να είναι όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικός. Γοητευτική και γόνιμη αναδεικνύεται η προς το τέλος του βιβλίου προσέγγιση των παιδικών σχεδίων · μία αναγκαία και ευχάριστη συμπλήρωση του θεωρητικού λόγου και των στατιστικών πινάκων. Το "Βία, παιδί, τηλεόραση: η πρόσληψη της τηλεοπτικής βίας από τα παιδιά" απευθύνεται, όπως είναι φυσικό, σε εκπαιδευτικούς και αναλυτές ή επαγγελματίες των ΜΜΕ· πρωτίστως και κυρίως, όμως, απευθύνεται σε κάθε ευαισθητοποιημένο γονέα που ενδιαφέρεται σοβαρά για το σύγχρονο εικονικό περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγαλώνει τα παιδιά του.