Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2011

Η ταυτότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας

του Κώστα Λ. Ζημιανίτη, Δρ. ΜΜΕ

Εισαγωγή
       
        Λαμβάνοντας υπ’ όψιν μας ότι ως το 1054 μ.Χ., παρ’ όλα τα μικρά σχίσματα μεταξύ Δύσης και Ανατολής, υπήρχε μια επικοινωνία ανάμεσα στις Εκκλησίες περισσότερο ουσιαστική και ειλικρινής απ’ ό,τι τα μεταγενέστερα χρόνια, θα προσπαθήσουμε να δώσουμε την ταυτότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας απαλλαγμένη από προκαταλήψεις1 και φθοροποιά συμφέροντα, που κατά κύριο λόγο καλλιεργούν οι πολιτικοί (ή η πολιτική) στις μέρες μας.
       Τι εννοούμε, όμως, με τον όρο «Ορθόδοξη Εκκλησία»; Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε ότι: i) πουθενά στα βιβλικά και πατερικά κείμενα και στους όρους των Συνόδων δεν υπάρχει κάποιος ορισμός της Εκκλησίας2 και  ii) η ορθόδοξη Παράδοση3 αρνήθηκε να καθορίσει εννοιολογικά το γεγονός της Εκκλησίας, δεδομένου ότι συνιστά μια βιωματική πραγματικότητα4. Για το ίδιο θέμα ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ5 αναφέρει: η Εκκλησία είναι μάλλον πραγματικότητα που την ζούμε, παρά αντικείμενο που το αναλύουμε και το σπουδάζουμε.
       Ακόμη, θα πρέπει να αναφέρουμε πως όχι μόνο οι μη Ορθόδοξοι, αλλά και πολλοί Ορθόδοξοι συγγραφείς διαχωρίζουν την Αγία Γραφή από την Παράδοση, θεωρώντας ότι είναι δύο διαφορετικές πηγές της χριστιανικής πίστης. Στην πραγματικότητα, όμως, υπάρχει μόνο μία πηγή, αφού η Αγία εμπεριέχεται στην Παράδοση6.

1. H απαρχή της «Εκκλησιολογίας»

       Η περί Εκκλησίας θεολογική έρευνα, έχει σχετικά πρόσφατο παρελθόν, αν αναλογιστούμε ότι το οικοδόμημα της Εκκλησίας υφίσταται εδώ και δύο χιλιετηρίδες7. Μόλις τον ΙΖ΄ αιώνα και στα πλαίσια της ομολογιακής διαμάχης μεταξύ ρωμαιοκαθολικών και προτεσταντών, ανακαλύπτουμε την ύπαρξη της σύγχρονης εκκλησιολογικής έρευνας8.
       Από τότε, σ’ όλα τα εγχειρίδια της σχολαστικής δογματικής, η Εκκλησία αναφέρεται ως ένα θείο καθίδρυμα επί της γης, έχοντας ως δημιουργό της τον Χριστό και τους Αποστόλους και νόμιμους διαδόχους τούς  Επισκόπους. Μια Εκκλησία στην οποία δεσπόζουν δύο κυρίως έννοιες:  του καθιδρύματος και της κοινωνίας. Την μεν πρώτη, προτάσσει με τον συγκεντρωτικό και δικανικό τρόπο οργάνωσής της η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και τη δεύτερη, οι προτεστάντες, θέλοντας περισσότερο να αντιδράσουν στην ιεροκρατική αυθεντία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας9.
       Παρ’ όλες, όμως, τις μεταξύ τους διαφοροποιήσεις, η Εκκλησιολογία με τον τρόπο που αναπτύχθηκε τόσο στον Ρωμαιοκαθολικό, όσο και στον Προτεσταντικό χώρο ελάχιστα διαφέρει από την επιστήμη της Κοινωνιολογίας10. Μια αντίληψη που θέλει την Εκκλησία οργανωμένη με δικούς της κανόνες ηθικής, ιδεολογίας και διοίκησης.
       Εντούτοις, μπροστά στις ραγδαίες εξελίξεις {π.χ. στην ίδρυση και λειτουργία του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών (1948) και στη διεξαγωγή της Β΄ Βατικανής Συνόδου (1962)} που σημειώνονται τις τελευταίες δεκαετίες σε παγκόσμιο επίπεδο, η παραδοσιακή Εκκλησιολογία και των δύο πλευρών υποχωρεί σταδιακά. Πιο συγκεκριμένα, η Εκκλησιολογία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας έχει μετατοπισθεί από την έννοια της «κοινωνίας», ενώ στον Προτεσταντισμό η εκκοσμίκευση έχει αφομοιώσει τελείως το στοιχείο της εκκλησιαστικής οργάνωσης, σε σημείο που η δεύτερη να μην διαφέρει εμφανώς από την πολιτική δομή της κοινωνίας11. 

2. H συγκρότηση της Ορθόδοξης Εκκλησιολογίας

       Από την εμφάνιση των δυτικών ομολογιών τον 17ο αιώνα, η Ορθοδοξία κάνει έναν αγώνα δρόμου προκειμένου να δηλώσει την ταυτότητά της. Μέσα όμως στη βιασύνη της, άλλοτε παίρνει επιχειρήματα από τους Ρωμαιοκαθολικούς, για να στραφεί εναντίον των Προτεσταντών, και άλλοτε ακριβώς το αντίθετο12. Οι παλινωδίες αυτές είχαν ως αποτέλεσμα να καθυστερήσει η Ορθόδοξη Εκκλησία να ανακτήσει την αλήθεια και την καθολικότητα της Παράδοσής της.
       Η αδυναμία των νεότερων δογματολόγων να κατανοήσουν την ύπαρξη Εκκλησιολογίας στην Ορθόδοξη θεολογία οφείλεται από τη μία πλευρά στο ότι δεν μπόρεσαν να εντοπίσουν λογικά διαρθρωμένα και κλειστά συστήματα στην Παράδοσή της και από την άλλη στο ότι δεν βλέπουν τις επιμέρους περιοχές τής δογματικής διδασκαλίας σε μια οργανική ενότητα. Με τη στάση τους όμως αυτή παραβλέπουν: i) το γεγονός ότι τα πατερικά και βιβλικά κείμενα είναι γεμάτα από περιγραφές της Εκκλησίας με εικόνες και βοηθητικούς όρους και ii) τη θέση ότι η Εκκλησιολογία είναι αδιανόητη χωρίς τη Θεολογία, τη Χριστολογία και τις υπόλοιπες ενότητες της δογματικής διδασκαλίας13.
       Η άρνηση, φυσικά, της ορθόδοξης Παράδοσης να διατυπώσει έναν εννοιολογικό ορισμό της Εκκλησιολογίας δεν οφείλεται στην έλλειψη επιχειρημάτων, αλλά στο γεγονός ότι η Εκκλησιολογία, ως στενά συνδεδεμένη με την ύπαρξη του ανθρώπου και την αποκάλυψη του Θεού, δεν μπορεί να μετατραπεί σε έναν απνεύματο και απρόσωπο ιδρυματισμό με καθαρά διοικητική δομή και ιεραρχία14.
       Συνοψίζοντας θα λέγαμε ότι δύο είναι οι βασικές πηγές από τις οποίες αντλεί η Ορθοδοξία το περιεχόμενο της Εκκλησιολογίας: πρώτη, η Θεία Ευχαριστία και δεύτερη, η ασκητική εμπειρία. Αντίθετα, στη ρωμαιοκαθολική και προτεσταντική Δύση, η εμπειρία της ιεραποστολής είναι εκείνη που παίζει αποφασιστικό παράγοντα στη διαμόρφωση της Εκκλησιολογίας. Με άλλα λόγια, όταν ένας Ορθόδοξος προσέρχεται στην Εκκλησία το κάνει αφενός για να εκκλησιασθεί και αφετέρου για να συμμετάσχει στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και όχι για να διδάξει το Ευαγγέλιο σε κάποιους ανθρώπους, όπως, ίσως, θα έκανε ένας μη Ορθόδοξος Χριστιανός15.

3. Βασικοί συντελεστές της ορθόδοξης Εκκλησιολογίας

       Δύο, όπως είπαμε πριν, είναι οι βασικοί παράγοντες που επιδρούν αποφασιστικά στη διαμόρφωση της εκκλησιολογικής συνείδησης στην ορθόδοξη Ανατολή: η ευχαριστιακή εμπειρία και το ασκητικό βίωμα. Ας τους δούμε πιο αναλυτικά.

3.1 Η ευχαριστιακή συγκρότηση της Εκκλησίας

       Αναζητώντας κανείς, μέσα στα κείμενα της Καινής Διαθήκης,  τον όρο «Εκκλησία» διαπιστώνει εύκολα την ταύτιση του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας με την Εκκλησία. Μια ταύτιση χάρη στην οποία επιτυγχάνεται η ενσωμάτωση των «πολλών» στον «ένα», το Χριστό16. Και δεν πρόκειται, βέβαια, για κάποια ευχαριστιακή μονομέρεια αλλά κυρίως για αυτή την ίδια τη ζωή της Εκκλησίας. Με άλλα λόγια, η Εκκλησία, μέσω της Θείας Ευχαριστίας, δεν βιώνει απλά τα γεγονότα της πίστης που συνέβησαν στο παρελθόν π.χ. τη διδασκαλία, το θάνατο, την Ανάσταση και την Ανά- ληψη του Χριστού, αλλά βιώνει σε χρόνους γήινους τις εμπειρίες της μελλοντικής βασιλείας του Θεού17.
       Εξαιτίας, μάλιστα, της απόλυτης ταύτισης Ευχαριστίας και Εκκλησίας συμπεραίνεται ότι και η διάρθρωση της ευχαριστιακής εμπειρίας είναι σε θέση να εκφράσει με πειστικό τρόπο  τη δομή της εκκλησιαστικής κοινότητας. Με άλλα λόγια, τα λειτουργήματα του επισκόπου που περιβάλλεται από τους πρεσβυτέρους και του διακόνου που συνδέει τον κλήρο με το λαό εξυπηρετούν τέλεια και αρμονικά την εσχατολογική προοπτική της Εκκλησίας.
       Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, η αποκλίνουσα στροφή που έχει λάβει η νεοελληνική εκκλησιαστική συνείδηση κάτω από τις πιέσεις θρησκευτικών και μη οργανώσεων, που υπερτονίζουν την ιεραποστολή και το κήρυγμα, δεν έχει αφήσει ανεπηρέαστο και το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Παράδειγμα, έχει, πλέον, εμπεδωθεί στη συνείδηση πολλών κληρικών αλλά και λαϊκών ότι ο εκκλησιασμός σημαίνει κήρυγμα. Καλλιεργείται, δηλαδή, μια κηρυγματική ευσέβεια που λειτουργεί σε βάρος της ευχαριστιακής πράξης και εμπειρίας. Εν συντομία, δεν εξυπηρετείται η εσχατολογική προοπτική του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας.

3.2 Η θεραπευτική αντίληψη της Εκκλησιολογίας

       Στις αρχές του 3ου μ.Χ. αιώνα μια τάση, που προβλήθηκε από την αλεξανδρινή κατηχητική σχολή, ήρθε να διαμορφώσει μια νέα προσέγγιση και βάση στην Εκκλησιολογία. Έχοντας ως κύριους εκπροσώπους τον Κλήμεντα και τον Ωριγένη, οι οποίοι αφενός ήταν επηρεασμένοι από τις Πλατωνικές αρχές και αφετέρου διακατέχονταν από μια απόκρυφη και εκλεκτική ερμηνεία της χριστιανικής πίστης,  η αλεξανδρινή σχολή προσπαθεί και σε μεγάλο βαθμό το πετυχαίνει, να απομακρύνει την Εκκλησία από την κοινή Παράδοση. Το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας αποδυναμώνεται από την εσχατολογική του προοπτική και στον ιδεατό κόσμο των Αλεξανδρινών θεολόγων κυριαρχεί, πλέον, ο Λόγος του Θεού που ενώνει στον εαυτό του όλους τους λόγους των όντων18.
       Η Εκκλησία, όπως την αντιλαμβάνονται οι πλατωνίζοντες θεολόγοι, θα πρέπει να απαρτίζεται από  τέλειους και  άφθαρτους, οι οποίοι θα αγωνίζονται να πετύχουν την ένωση με το άσαρκο και προαιώνιο Λόγο, μέσω της θεραπείας και της καθαρότητας του νου. Πρόκειται, δηλαδή, για μια «κοσμολογική» Εκκλησιολογία  με απώτερο στόχο την επάνοδο της Εκκλησίας στην προαιώνια αρχική τελειότητα του κόσμου19.
       Η υποτίμηση του λειτουργικού χαρακτήρα της Εκκλησίας από την Αλεξανδρινή προσέγγιση σε συνδυασμό με τη διάδοση του Μοναχισμού άσκησε μεγάλη απήχηση στον ελληνόφωνο χώρο του Βυζαντίου. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να αποκτήσει προβάδισμα η αντίληψη ότι υπάρχει ένας νοητός κόσμος ανώτερος του υλικού. Με άλλα λόγια, η Εκκλησία θεωρείται θεραπευτήριο του νου από τα πάθη και ο μοναχισμός η αποκλειστική μέθοδος της μυστικής ένωσης του πιστού με τον Θεό20.

3.3 Η σύνθεση  θεραπευτικής και ευχαριστιακής Εκκλησιολογίας

       Ο Μάξιμος Ομολογητής γνωρίζοντας καλά τον Ωριγενισμό και τον Νεοπλατωνισμό, όπως εξάλλου και όλοι οι λόγιοι μοναχοί της εποχής του, προσπάθησε στο έργο του «Μυσταγωγία» να ανασκευάσει τις απόψεις του Ωριγένη και να τις εντάξει στην ευχαριστιακή  Εκκλησιολογία. Με το φωτισμένο του μυαλό, ο άγιος Μάξιμος, πέτυχε
την αρμονική σύνθεση μεταξύ ευχαριστιακής εμπειρίας και ασκητικού βιώματος. Πιο συγκεκριμένα, θέτοντας τη θεία λειτουργία στις κοσμικές της διαστάσεις θεωρεί ότι η ευχαριστιακή αναφορά είναι το έσχατο στοιχείο που εκφράζει την ταυτότητα της Εκκλησίας. Στη μεταμόρφωση και προσαγωγή στον Χριστό σύμπαντος του αισθητού και  νοερού κόσμου, των σχέσεων των ανθρώπων μεταξύ τους και με τον υλικό κόσμο τοποθετεί τη θεραπευτική Εκκλησιολογία21. Με άλλα λόγια, το θεραπευτικό στοιχείο της κάθαρσης ή αλλιώς η απαλλαγή από το κακό είναι απαραίτητη, δεν είναι , όμως, και το μοναδικό κριτήριο της Εκκλησιολογίας.
       Έτσι, δεν μπορούμε να υποτιμήσουμε το θεραπευτικό στοιχείο, αλλά και ούτε  να το προβάλλουμε ως το τελικό κριτήριο της Εκκλησιολογίας, χωρίς να το εντάξουμε στην ευχαριστιακή θεώρηση του κόσμου. Αυτό σημαίνει, ότι στο επίπεδο της ορθόδοξης καθημερινότητας επιβάλλεται η «συμφιλίωση» των δύο παραγόντων, του ευχαριστιακού και του θεραπευτικού.

4. Ο μεταϊστορικός χαρακτήρας της Εκκλησίας

       Την προέλευση της Εκκλησίας θα πρέπει να την αναζητήσουμε αφενός στην πρόνοια του Θεού για τη δημιουργία και τη σωτηρία της κτίσης και αφετέρου στην αγαπητική κοινωνία των Προσώπων της Αγίας Τριάδας. Οπότε, η αρχή της τίθεται εκτός της Ιστορίας και η χριστολογική της πορεία ενεργοποιείται κατά τη Δημιουργία και εξελίσσεται μέχρι να επέλθει η τελείωση. Έχοντας ως αφετηρία τη Δημιουργία η Εκκλησία εξελίσσεται μέσα από τις παρακάτω φάσεις22.
       Η πρώτη φάση της Εκκλησίας συμπίπτει με τη δημιουργία του πνευματικού και αόρατου κόσμου των αγγέλων. Η ορθόδοξη, μάλιστα, Παράδοση έχει συνδέσει τις πράξεις των αγγέλων με τη λατρεία του Θεού και εορτάζει τις συνάξεις τους, τιμώντας έτσι την ύπαρξή τους.
       Η δεύτερη φάση της Εκκλησίας αναφέρεται στην Εκκλησία των προπατόρων κατά τη δημιουργία του υλικού κόσμου. Στη φάση αυτή κυρίαρχο στοιχείο είναι η κοινωνία των λογικών όντων με τον Τριαδικό Θεό. Η ανταρσία, όμως, των πρωτοπλάστων αλλάζει την πορεία της παραδείσιας ζωής, εισάγοντας τη φθορά και το θάνατο. Ωστόσο, η στάση αυτή των προπατόρων δεν  ματαίωσε αλλά τροποποίησε
την προοπτική ένωσης κτιστού και άκτιστου κόσμου. Με άλλα λόγια, το ανθρώπινο γένος ξεκινά τον ανηφορικό και δύσβατο δρόμο του στην Ιστορία.
       Από την περίοδο της «πτώσης» του ανθρώπου περνάμε στην τρίτη φάση της Εκκλησίας, που ξεκινά με την ανάδειξη του περιούσιου λαού του Θεού. Η Εκκλησία της Παλαιάς Διαθήκης θα είναι αυτή που θα αναλάβει την προετοιμασία της έλευσης του Λόγου του Θεού πάνω στη γη. Με άλλα λόγια, η κοινότητα του Ισραήλ αποτέλεσε τον συνδετικό κρίκο Θεού και κτίσης κατά τη νέα αυτή φάση23.
       Η πλήρης, όμως, φανέρωση της Εκκλησίας πραγματοποιείται με την ενανθρώπηση του Υιού του Θεού. Γι’ αυτό και η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού και όχι του Πνεύματος ή του Πατρός. Απ’ τη στιγμή εκείνη η Εκκλησία βιώνει την Ιστορία με διαφορετικό τρόπο, ζει, δηλαδή, αντινομικά στο μεταίχμιο δύο αιώνων, του παρόντος και του μέλλοντος24.

4.1 Η εσχατολογική τελείωση της Εκκλησίας

       Η Εκκλησία, όπως διαμορφώθηκε στην Καινή  Διαθήκη, δεν μπορεί στη φάση που βρίσκεται να ταυτιστεί με τη Βασιλεία, όχι γιατί αυτός είναι ο μελλοντικός-τελικός της προορισμός, αλλά γιατί η διαβρωτική δράση του κακού τής υπενθυμίζει διαρκώς ότι διανύει την έβδομη ημέρα της Ιστορίας, στην οποία κυριαρχούν η φθορά και ο θάνατος. Εντούτοις, μέσω του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, η ζώσα Εκκλησία μπορεί να συμμετάσχει στην ανέσπερη και αδιάδοχη όγδοη ημέρα της Βασιλείας.
       Σύμφωνα, λοιπόν, με τα όσα προαναφέραμε η Εκκλησία αντλεί την ταυτότητά της από τη Βασιλεία και προς αυτή πορεύεται. Διακρίνεται, δηλαδή, για τις μεταϊστορικές της καταβολές και για την σωτηριολογική θεώρηση του κόσμου.


5. Το γεγονός του εκκλησιολογικού χριστοκεντρισμού

       Κατά την ορθόδοξη θεολογία, το γεγονός της Εκκλησίας έχει κοινή αφετηρία και κατάληξη το ίδιο το Μυστήριο του Τριαδικού Θεού. Πιο συγκεκριμένα, ο Πατέρας έχει την πρωτοβουλία της Εκκλησίας και ο Υιός και το Πνεύμα αποδέχονται με ευμένεια το  ιδιαίτερο  έργο που πρέπει να επιτελέσουν, δηλαδή ο Υιός να ενώσει στο Πρόσωπό του τον κτιστό και τον άκτιστο κόσμο και το Άγιο Πνεύμα να συνεπικουρεί με τη δράση του την ενσωμάτωση της κτίσης στον Χριστό.
       Με την ένσαρκη παρουσία του στην Ιστορία του κτιστού κόσμου ο Χριστός φανερώνει τη θεανθρώπινη φύση και δομή της Εκκλησίας. Πιο αναλυτικά, με τη βάπτιση και τη διδασκαλία του υποδεικνύει τον χαρισματικό χαρακτήρα της Εκκλησίας, με την σταύρωσή του φανερώνει την οδυνηρή εμπειρία της φθοράς και του θανάτου που βιώνει η Εκκλησία από τη στιγμή της «πτώσης» των προπατόρων, με την Ανάστασή του απεγλκωβίζει την Εκκλησία από τα δεσμά της Ιστορίας και τέλος, με την Ανάληψή του η Εκκλησία γίνεται κοινωνός των Εσχάτων της Βασιλείας25.

5.1 Το ιδιαίτερο έργο του Αγίου Πνεύματος

       Όλοι μας γνωρίζουμε τη συμβολή του Αγίου Πνεύματος στη Χριστολογία, αλλά μέχρι εκεί. Παραγνωρίζουμε ή ξεχνάμε, ότι ο ίδιος ο Χριστός γεννάται και ανασταίνεται εκ Πνεύματος Αγίου και ακόμα ότι ο Χριστός τόσο ως ιστορικό όσο και ως εσχατολογικό πρόσωπο οφείλει την ταυτότητά του (όχι το ευ είναι αλλά το είναι του) στο Άγιο Πνεύμα26. Επίσης, η δράση του Αγίου Πνεύματος δεν ξεκινάει με την Πεντηκοστή, αλλά αρχίζει με τη Δημιουργία.
       Το Άγιο Πνεύμα είναι η μυστική ζωή της Εκκλησίας, είναι ο μοναδικός δρόμος επικοινωνίας και σχέσης ανάμεσα στον Θεό και τον άνθρωπο, ανάμεσα στον Χριστό και στην Εκκλησία. Χάρη σ’ αυτό παρακάμπτονται οι περιορισμοί του χρόνου και του τόπου και ενοποιείται το παρελθόν και το παρόν με τα Έσχατα, δίνοντας έτσι στην Εκκλησία μια πρόγευση του ανέσπερου δείπνου της Βασιλείας27.    

6. Δυσαρμονία Χριστολογίας και Πνευματολογίας

       Η διαφορετική προσέγγιση Ανατολής και Δύσης  στο έργο του Χριστού και του Αγίου Πνεύματος έχει επιφέρει αρκετές δυσλειτουργίες στο γεγονός της Εκκλησίας. Πιο συγκεκριμένα, όταν προβάλλεται το γεγονός της ενανθρωπήσεως του Χριστού, η Χριστολογία προηγείται και αποτελεί την πηγή για την Πνευματολογία, ενώ όταν προβάλλεται το έργο του Αγίου Πνεύματος, την προτεραιότητα αποκτά η Πνευματολογία, η οποία συγκροτεί τη Χριστολογία.
       Στην πρώτη περίπτωση, ο Χριστός είναι η κεφαλή η οποία χορηγεί το Πνεύμα και οδηγεί το διασκορπισμένο λαό του Θεού μέσα απ’ τα δύσβατα μονοπάτια της Ιστορίας, με σκοπό τον ευαγγελισμό και τη διακονία του κόσμου28. Στη δεύτερη περίπτωση, η Εκκλησία γίνεται αντιληπτή ως χριστοκεντρική συγκέντρωση του λαού και όχι ως διασπορά. Η δράση, δηλαδή, του Αγίου Πνεύματος δεν αφορά μεμονωμένα άτομα αλλά την ίδια την κοινότητα της Εκκλησίας29.

6.1 Ο Χριστομονισμός της Δύσης

       Οι αρχικές προσεγγίσεις της χριστιανικής  Δύσης, που έδινε μεγαλύτερη βαρύτητα στην ιστορική διάσταση της Χριστολογίας και της Ορθόδοξης Ανατολής, που ανέκαθεν τόνιζε την πνευματολογική πλευρά της Χριστολογίας, δεν εμπόδισαν σε τίποτα την «ειρηνική» συνύπαρξη των δύο απόψεων. Σταδιακά, αλλά σταθερά, τα πράγματα αλλάζουν και οι δύο πλευρές έρχονται σε ρήξη. Αποτέλεσμα αυτής ήταν, η Δύση να απομακρυνθεί από τον Εκκλησιολογικό χώρο της Ανατολής.
       Η υποτίμηση του έργου του Αγίου Πνεύματος στη Δύση  και η μετατροπή του σε επικουρικό της δράσης του Χριστού, αποτυπώνεται με τον καλύτερο τρόπο στη διδασκαλία του Filioque, όπου το Άγιο Πνεύμα εμφανίζεται αδύναμο και εξαρτώμενο αποκλειστικά από τη μεγαθυμία του Χριστού. Έτσι, διαμορφώνεται στην Εκκλησιολογία ένας ιδιότυπος Χριστομονισμός, που συνειδητά ή ασυνείδητα προσβάλλει το ίδιο το τριαδικό δόγμα30.
       Εξ’ αφορμής  της  στάσης  αυτής, η Πνευματολογία  απομακρύνεται  και από την ανθρωπολογία, δίνοντας έτσι προβάδισμα στις ανθρώπινες δραστηριότητες των πιστών. Άμεσο  αποτέλεσμα  ήταν το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας να γίνεται αντιληπτό ως μια απλή ανάμνηση του Μυστικού Δείπνου. Με άλλα λόγια, η ζωή της Εκκλησίας χάνει την προοπτική της θέωσης ως πρόγευσης των Εσχάτων της Βασιλείας.
       Ο προτεσταντισμός, αν και  αντέδρασε στις αξιώσεις των Ρωμαιοκαθολικών (παπικό πρωτείο και το αλάθητο), όχι μόνο δεν κατάφερε να διαφοροποιηθεί από τον παραδοσιακό χριστομονισμό της Δύσης, αλλά έπεσε και ο ίδιος  σε παραπλήσια σφάλματα, τοποθετώντας την Πνευματολογία στο επίπεδο της ανεξέλεγκτης ατομικής ψυχολογικής εμπειρίας και μάλιστα, χωρίς κανένα εκκλησιολογικό πλαίσιο31.
       Τέλος, ούτε και η Β΄ Βατικανή σύνοδος των Ρωμαιοκαθολικών δεν μπόρεσε να συμβιβάσει τα πράγματα. Έτσι, αποκτά ξανά προβάδισμα ο χριστομονισμός και κατ΄ επέκταση ο πάπας, στον οποίο αναγνωρίζεται ο ηγετικός ρόλος στο καθίδρυμα της Εκκλησίας, ως, δήθεν, απόρροια της χριστολογικής προτεραιότητας.

6.2 Ο Πνευματομονισμός της νεότερης ορθόδοξης Εκκλησιολογίας

       Εξαρχής η ορθόδοξη Εκκλησιολογία τοποθετήθηκε απέναντι στον χριστομονισμό της Δύσης και υποστήριξε τη συμβολή των Προσώπων της Αγίας Τριάδας στην πραγμάτωση της Εκκλησίας. Εντούτοις, μια ομάδα σύγχρονων θεολόγων αποτε- λούμενη από σλαβόφιλους διανοούμενους όπως οι Α. Khomiakov, P. Florensky κ.ά.,  ανατρέπει  την  καθεστηκυία τάξη και υποστηρίζει μια διακεκριμένη και ανεξάρτητη οικονομία του Πνεύματος από εκείνη του Χριστού32.
       Σύμφωνα με τις απόψεις των συγκεκριμένων θεολόγων μπορεί την ενότητα της φύσεως του Σώματος της Εκκλησίας να εξασφαλίζει ο Χριστός με τα Μυστήρια, τα λειτουργήματα και την ιεραρχία, την προσωπική, όμως, πληρότητα των ανθρώπων την διαχειρίζεται με τις χαρισματικές του επιφοιτήσεις το Άγιο Πνεύμα. Με άλλα λόγια, επαναφέρεται στους κόλπους της Ορθοδοξίας το δίλημμα μεταξύ ευχαριστιακής και θεραπευτικής Εκκλησιολογίας33.
       Η αυθαίρετη, όμως, αυτή «υποταγή» των Μυστηρίων και της ιεραρχίας  στην αποκλειστική δικαιοδοσία  της Χριστολογίας από τη μία πλευρά και η πορεία προς τη θέωση στην Πνευματολογία από την άλλη, μόνο σύγχυση μπορεί να επιφέρει στην Εκκλησιολογία. Έτσι, ούτε το Άγιο Πνεύμα μπορεί να στηρίξει από μόνο του, χωρίς δηλαδή χριστολογικά θεμέλια, έναν τύπο Εκκλησιολογίας, αλλά ούτε και ο Χριστός μπορεί να είναι ένα η αυθεντία που κυριαρχεί πάνω στα ανθρώπινα όντα. Οπότε, πώς είναι δυνατόν η Εκκλησία, ως Σώμα Χριστού να πορεύεται μέσα στην Ιστορία και να προγεύεται τα Έσχατα της Βασιλείας, χωρίς τη συνδρομή του Αγίου Πνεύματος;

6.3 Σύνθεση Χριστολογίας και Πνευματολογίας

       Διαβάζοντας κανείς τα πατερικά κείμενα και μελετώντας τον λειτουργικό πλούτο της Εκκλησίας, συμπεραίνει ότι η Χριστολογία και η Πνευματολογία συγκροτούν μια άρρηκτη σχέση, η οποία θεμελιώνεται στο Μυστήριο της Αγίας Τριάδος34. Με άλλα λόγια, ο Χριστός και το Άγιο Πνεύμα είναι αμοιβαία οι συντελεστές της αυθεντίας και ελευθερίας, της ενότητας και ποικιλίας στη ζωή της Εκκλησίας.
       Συνεπώς, για την ορθόδοξη αντίληψη δεν υφίσταται πρόβλημα μεταξύ Χριστομονισμού και Πνευματομονισμού, γιατί και οι δύο θεωρήσεις στηρίζουν, από διαφορετική σκοπιά η καθεμία, την τριαδοκεντρική ζωή της εκκλησιαστικής κοινότητας. Ο Υιός ως λόγος, σοφία, δύναμη και θέληση του Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα ως η εκφαντορική δύναμη της θεότητας του Πατέρα35.


7. Σύγχρονα προβλήματα της Εκκλησιολογίας

       Πέρα, όμως, από τα καθαρώς θεωρητικά συμπτώματα του ανταγωνισμού (βλ, Χριστομονισμός και Πνευματομονισμός), υπάρχουν και ορισμένες πρακτικές προεκτάσεις, που αναστατώνουν τη σύγχρονη εκκλησιολογική κατάσταση. Τα προβλήματα αυτά έχουν να κάνουν κυρίως με το θεσμό του μοναχισμού και την προσπάθεια εκκοσμίκευσης της Εκκλησίας.

7.1    Το ασκητικό ιδεώδες

       Η προσπάθεια αφενός των επισκόπων να οριοθετήσουν αυτοί  την  ταυτότητα της Εκκλησίας  και  αφετέρου  των μοναχών  να δώσουν  εκείνοι  το μέτρο της αγιότητας οδήγησε τις δύο πλευρές σε σύγκρουση. Η αντιπαράθεση, βέβαια, του θεσμού των επισκόπων και εκείνου των μοναχών υπήρχε ανέκαθεν, γι’ αυτό και  από τον 9ο αιώνα οι συνοδικοί κανόνες  προβλέπουν  αυστηρά επιτίμια σε όποιον μοναχό διεκδικεί την απολυτότητα μέσα στην Εκκλησία.
       Στις μέρες μας ο μοναχισμός χρησιμοποιεί κάθε πρόσφορο μέσο για να κάνει αισθητή την παρουσία του στον κόσμο, ενώ ξεκίνησε ως αναχώρηση από τον κόσμο. Για παράδειγμα, παρατηρούμε τους μοναχούς όχι μόνο να συναναστρέφονται με τους ανθρώπους, αλλά και να υπεισέρχονται στις ζωές τους και να προσπαθούν να τους μεταδώσουν τα οράματα και τους στόχους που προσιδιάζουν στον μοναστηριακό-ασκητικό βίο. Ακόμη, εμβρόντητοι διαπιστώνουμε λαϊκούς να αγωνίζονται, χωρίς τα απαραίτητα πνευματικά εφόδια, να μετατραπούν σε μοναχούς και αντίστοιχα μοναχούς να εγκαταλείπουν τον ασκητικό βίο και να διαγκωνίζονται ποιος θα πείσει περισσότερους λαϊκούς να ντυθούν το ένδυμα του μοναχού36.
       Παλαιότερα ο μοναχός εγκατέλειπε τα υλικά αγαθά, γιατί ένιωθε την ανάγκη να σωθεί ο ίδιος προσωπικά. Σήμερα γίνεται κάποιος μοναχός από την επιθυμία προσφοράς προς τους συνανθρώπους του. Έτσι, δεν είναι λίγοι οι λαϊκοί που κυριολεκτικά τα έχουν χαμένα και δεν ξέρουν ποιον να πιστέψουν και να εμπιστευτούν. Ποιος θα τους βοηθήσει;

7.2 Η εκκοσμίκευση της Εκκλησίας

       Τους τελευταίους δύο αιώνες η Εκκλησία της Ορθόδοξης Ανατολής, κάτω από την επίδραση και της Δύσης, τείνει να χάσει τον εσχατολογικό της προσανατολισμό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της παρακμής είναι η εμπλοκή της σε έναν άγονο ανταγωνισμό με τους κοινωνικούς φορείς του κράτους, για το ποιος θα προσφέρει πλουσιότερο φιλανθρωπικό έργο.
       Φυσικά και η Εκκλησία δεν θα αδρανοποιηθεί στον τομέα της φιλανθρωπίας, αλλά δεν μπορεί να υποκαταστήσει τις υπηρεσίες του οργανωμένου κράτους, που έχουν αυτή την αποστολή. Η Εκκλησία οφείλει να προσφέρει την ελεημοσύνη της, να βοηθήσει δηλαδή έναν φτωχό όταν πεινάει, αλλά μέχρι εκεί37. Εν συντομία, η Εκκλησία δεν πρέπει να αναλώνεται σε κοινωνικές δραστηριότητες, τη στιγμή που το έργο αυτό μπορούν να το φέρουν σε πέρας και μάλιστα καλύτερα άλλοι φορείς.
       Διαφορετικός είναι ο προορισμός της Εκκλησίας και αυτός είναι η εσχατολογική της κατάληξη. Όταν η Εκκλησία προσπάθησε να υποκαταστήσει το κράτος, απέτυχε. Για παράδειγμα, πόσα από τα οικοτροφεία ή τα ορφανοτροφεία, που ίδρυσε η Εκκλησία είναι εν ζωή; Αντίθετα, τα αντίστοιχα ιδρύματα που είναι υπό την εποπτεία του κράτους μπορεί να αντιμετωπίζουν προβλήματα, συντηρούνται, όμως, με τις ευλογίες του κρατικού προϋπολογισμού.

Επίλογος

       Τελικά, θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι στις μέρες μας η Εκκλησία περνά δύσκολες στιγμές και αυτό θα το δούμε καλύτερα αν θέσουμε το ερώτημα: «ποια είναι η ταυτότητα της Εκκλησίας στην εποχή της παγκοσμιοποίησης;».Οι απαντήσεις, κατά τη γνώμη μας, θα διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους και αυτό γιατί έχει ατονίσει, πλέον, η εσχατολογική διάσταση της Εκκλησίας.
       Εντούτοις, αρκετοί είναι οι άνθρωποι που αποβλέπουν στην εσχατολογία, εκκλησιαζόμενοι τακτικά. Ακόμη, δεν είναι τυχαίο, ότι τουλάχιστον στις μεγάλες εορτές, οι Εκκλησίες μας πλημμυρίζουν από κόσμο. Σε αντίθετη περίπτωση θα βρισκόμαστε στη δύσκολη θέση, όμοια με των Άγγλων, να βλέπουμε τις Εκκλησίες μας είτε να είναι έρημες από κόσμο, είτε να πωλούνται γιατί δεν θα μπορούν να συντηρηθούν. Πικρόχολες σκέψεις, που όμως αποτυπώνουν με ανάγλυφο τρόπο τη σύγχυση ταυτότητας που διέρχεται στις μέρες μας η Εκκλησία.
       Η ταυτότητα, λοιπόν, της Ορθόδοξης Εκκλησιολογίας βρίσκεται όχι στην ερμηνεία του παρελθόντος, αλλά στη δημιουργική εκπλήρωση του μέλλοντος.


1 Ο επιστημονικός λόγος της θεολογίας οφείλει να είναι άκρως ακριβής και αντικειμενικός στην περιγραφή τόσο της χαρισματικής ζωής κάθε Εκκλησίας, όσο και των ιστορικών μνημείων και της δογματικής διδασκαλίας. Ως θεολογία πρέπει καταρχήν να εννοούμε τη συνεχώς και διαχρονικά ρέουσα ζωή της Εκκλησίας με όλες τις εκδηλώσεις και τα μνημεία που παράγει, και ακολούθως κάθε επιστημονική και ερμηνευτική, που εξαίρει, αποσαφηνίζει και προβάλλει τούτη την εμπειρία (Βλ. Ν. Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία, τόμ. Γ΄, “Θεσσαλονίκη: Πουρναρά, 2005” 28).
2 Χ. Γιανναρά, Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα, (Αθήνα: Δομός, 1992) 112-113.
3 Για έναν Χριστιανό Ορθόδοξο, Παράδοση είναι τα βιβλία της Αγίας Γραφής, το Σύμβολο της Πίστεως, οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, τα γραπτά των Πατέρων, οι Κανόνες, τα λειτουργικά βιβλία και οι άγιες εικόνες. Στην πράξη, βέβαια, Παράδοση είναι ολόκληρο το δογματικό σύστημα, η εκκλησιαστική διοίκηση, η λατρεία, η πνευματικότητα και η τέχνη που έχουν διαμορφώσει οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί μέσα στους αιώνες (Βλ. Κ. Ware, H Ορθόδοξη Εκκλησία, “Νέα Σμύρνη: Ακρίτας, 2001” 311).
4 Στ. Γιαγκάζογλου, «Περί Εκκλησίας», στο Πίστη και βίωμα της Ορθοδοξίας, τόμ, 1ος, επιμ. εκδ. Σ. Γουνελάς (Πάτρα: Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, 2002) 165.
5 Γ. Φλωρόφσκυ, Το σώμα του ζώντος Χριστού, Μια ορθόδοξη ερμηνεία της Εκκλησίας (Αθήνα: Αρμός, 1999) 13.
6 Βλ. Κ. Ware, όπ. παρ., σ. 312.
7 Η ιστορία της Χριστιανικής Εκκλησίας αρχίζει, με την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος επί των Αποστόλων στην Ιερουσαλήμ κατά την εορτή της Πεντηκοστής. Την ίδια μέρα μετά το κήρυγμα του  απ. Πέτρου τρεις χιλιάδες άνδρες και γυναίκες βαπτίστηκαν και έτσι σχηματίστηκε η πρώτη Χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων (Βλ. Κ. Ware, όπ. παρ., σ. 29).
8  Πρβλ. Στ. Γιαγκάζογλου, όπ. παρ., σ. 163.
9   Ν. Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία, τόμ. Β΄, (Θεσσαλονίκη: Πουρναρά, 2006) 351.
10 Χ. Γιανναρά, Αλήθεια και ενότητα της Εκκλησίας, (Αθήνα: Γρηγόρη, 1977) 113.
11  Ι. Ζηζιούλα, στην ιστοσελίδα:   http://www.oodegr.com/oode/dogmat1/ST1.htm
12     Ζηζιούλα, όπ. παρ.  
13    Ν. Ματσούκα, όπ. παρ., σ. 354-355.  
14    Πρβλ. Στ. Γιαγκάζογλου, όπ. παρ., σ. 165.
15    Ι. Ζηζιούλα, όπ. παρ.  
16  P. McPartlan, The Eucharist makes the Church, Henri de Lubac and John Zizioulas in Dialoque, (Edinburgh: T.&T. Clark, 1993) 180.
17  Πρβλ. Στ. Γιαγκάζογλου, όπ. παρ., σ. 167.
18  Πρβλ. Ι. Ζηζιούλα, όπ. παρ.  
19  Πρβλ. Στ. Γιαγκάζογλου, όπ. παρ., σ. 169.
20 Οι απόψεις αυτές του Ωριγένη και κατ’ επέκταση των Αλεξανδρινών θεολόγων, που τις ακολού- θησαν, καταδικάστηκαν ως θεολογικές εκτροπές από την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο (553 μ.Χ.).
21  Βλ. Ι. Ζηζιούλα, όπ. παρ.
22  Πρβλ. Στ. Γιαγκάζογλου, όπ. παρ., σ. 174.
23  Πρβλ. Ν. Ματσούκα, όπ. παρ., σ. 372.
24  Βλ. Στ. Γιαγκάζογλου, όπ. παρ., σ. 175.
25  Πρβλ. Στ. Γιαγκάζογλου, όπ. παρ., σ. 178.
26  Βλ. Ι. Ζηζιούλα, «Το μυστήριο της Εκκλησίας στην Ορθόδοξη Παράδοση», μτφρ. Σκαλτσάς Γ., στα Παράλληλα Κείμενα ΟΡΘ 60 (Πάτρα: Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, 2005).
27  Πρβλ. Στ. Γιαγκάζογλου, όπ. παρ., σ. 179.
28 Πρβλ. Ι. Ζηζιούλα, «Πνευματολογία και Εκκλησιολογία», μτφρ. Γιαγκάζογλου Στ., στα Παράλληλα Κείμενα ΟΡΘ 60 (Πάτρα: Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, 2005).
29  Πρβλ. Στ. Γιαγκάζογλου, όπ. παρ., σ. 180.
30  Πρβλ. Στ. Γιαγκάζογλου, όπ. παρ., σ. 181.
31  Πρβλ. Στ. Γιαγκάζογλου, όπ. παρ., σ. 182.
32   Πρβλ. Στ. Γιαγκάζογλου, όπ. παρ., σ. 183.
33  Πρβλ. V. Lossky, Η Μυστική Θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας, (Θεσσαλονίκη:  21973)
34  Πρβλ. Στ. Γιαγκάζογλου, όπ. παρ., σ. 185.
35  Βλ. Ν. Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία, τόμ. Γ΄, (Θεσ/νίκη: Πουρναρά, 2005) 91.
36  Πρβλ. Ι. Ζηζιούλα, στην ιστοσελίδα:   http://www.oodegr.com/oode/dogmat1/ST1.htm
37 Πρβλ. Ι. Ζηζιούλα, στην ιστοσελίδα:   http://www.oodegr.com/oode/dogmat1/ST2a.htm


Βιβλιογραφία


Γιαγκάζογλου, Στ. «Περί Εκκλησίας», στο Πίστη και βίωμα της Ορθοδοξίας, τόμ, 1ος, επιμ. εκδ. Σ. Γουνελάς (Πάτρα: Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, 2002) 165.
Γιανναρά, Χ. Αλήθεια και ενότητα της Εκκλησίας, (Αθήνα: Γρηγόρη, 1977).
Γιανναρά, Χ. Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα, (Αθήνα: Δομός, 1992).
Ζηζιούλα, Ι. στην ιστοσελίδα:   http://www.oodegr.com/oode/dogmat1/ST1.htm
Ζηζιούλα, Ι. στην ιστοσελίδα:   http://www.oodegr.com/oode/dogmat1/ST2a.htm
Ζηζιούλα, I. «Το μυστήριο της Εκκλησίας στην Ορθόδοξη Παράδοση», μτφρ. Σκαλτσάς Γ., στα Παράλληλα Κείμενα ΟΡΘ 60 (Πάτρα: Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, 2005).
Ware, Κ. H Ορθόδοξη Εκκλησία, (Νέα Σμύρνη: Ακρίτας, 2001).
Lossky, V. Η Μυστική Θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας, (Θεσσαλονίκη:  21973)
Ματσούκα,  Ν.  Δογματική και Συμβολική Θεολογία, τόμος Β΄, (Θεσ/νίκη: Πουρναρά, 2006) .
Ματσούκα, Ν. Δογματική και Συμβολική Θεολογία, τόμος Γ΄, (Θεσ/νίκη: Πουρναρά, 2005).
McPartlan, P. The Eucharist makes the Church, Henri de Lubac and John Zizioulas in Dialoque, (Edinburgh: T.&T. Clark, 1993).
Φλωρόφσκυ, Γ. Το σώμα του ζώντος Χριστού, Μια ορθόδοξη ερμηνεία της Εκκλησίας (Αθήνα: Αρμός, 1999).