Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2011

Ο ρόλος της εικόνας από την «εικονομαχική έριδα» μέχρι τη νεοτερική εποχή

του Κώστα Λ. Ζημιανίτη, Δρ. ΜΜΕ

Εισαγωγή

       Καθώς σήμερα ο άνθρωπος κατακλύζεται διαρκώς από εικόνες, έντονη είναι και η συζήτηση που διεξάγεται όσον αφορά τις επιπτώσεις που έχει πάνω του αυτός ο καταιγισμός εικονικής πληροφορίας. Και αν η χρήση της εικόνας, ακριβώς λόγω της ποσότητας της πληροφόρησης που παρέχει, θα μπορούσε να έχει θετικές επιπτώσεις σε επίπεδο γνώσεων, η πληθώρα των πληροφοριών αλλά και οι ιδιαιτερότητες της μετάδοσής τους θέτουν ζητήματα που αφορούν τόσο την ποιότητα επεξεργασίας της εικονικής πληροφορίας όσο και το είδος των νοητικών διεργασιών που ενεργοποιούνται για την πρόσληψής της. Ιδιαιτερότητες όπως η διαφορετική αναγνωστική στάση που απαιτεί το εικονικό μήνυμα σε σχέση με το λεκτικό (το οποίο, για να παραχθεί νόημα, απαιτεί μια ανάγνωση γραμμική σε αντίθεση με την εικόνα, που από τα μέρη οδηγείται κανείς στο σύνολο1), η περίφημη πολυσημία της εικόνας καθώς και η ιδιαιτερότητά της να συγκεκριμενοποιεί, να εξειδικεύει σε αντίθεση με τη γλώσσα η οποία γενικεύει2, η σημασιοδοτική δύναμη και ιδιαιτερότητα κάθε λόγου ή μέσου (λ.χ. η ψυχαγωγική διάσταση της τηλεόρασης και η χαλάρωση που αυτή υπαγορεύει) υποθέτουμε πως έχουν κάποιες επιπτώσεις πάνω στο δέκτη3.
       Με άλλα λόγια, στον «πολιτισμό της εικόνας» που ζούμε, σ’ έναν πολιτισμό όπου η ποσότητα και η ποικιλία της πληροφόρησης αλλά και η προτεραιότητα του «οπτικού» απέναντι στο «λεκτικό» εισάγουν νέους τρόπου αντίληψης, καταγραφής της πραγματικότητας αλλά και της σκέψης, είναι σκόπιμη η διασάφηση του ρόλου της εικόνας από την «εικονομαχική έριδα» (πνευματικός διάλογος τον 8ο και 9ο μ.Χ. αιώνα σχετικά με τη χρήση των τεχνών στη λατρεία) μέχρι τις μέρες μας.
       Όσον αφορά τους Βυζαντινούς είναι βέβαιο ότι δεν ξεχώριζαν την καλλιτεχνική δημιουργία από τη θρησκευτικότητα ή την τέχνη από τη θρησκεία. Αργότερα όμως, ο νεοτερικός  ή  μετανεοτερικός  άνθρωπος διακρίνει στην Ορθόδοξη εικονογραφία και τέχνη και θρησκεία, και καλλιτεχνική δημιουργία και θρησκευτικότητα4.
       Προκειμένου, όμως, να εξηγηθεί καλύτερα η πληθωρικότητα της Ορθόδοξης εικονογραφίας ως εκδήλωση της ανθρώπινης ζωής, προτείνετε «αντί να θεωρείται η Ορθόδοξη εικονογραφία τέχνη, θρησκεία ή και τα δύο μαζί να αντιμετωπίζεται ως ιεροφάνεια, δηλαδή μία ορισμένη φανέρωση του θεωρούμενου ως Ιερού στην πράξη και τη σκέψη, την εμπειρία και τη συνείδηση του Ορθόδοξου πιστού»5.

1. Η εισαγωγή των τεχνών στην Ορθόδοξη ανατολική παράδοση και λειτουργική ζωή

       Ο πνευματικός κόσμος του Βυζαντίου6 στην προσπάθειά του να διαμορφώσει άποψη για την τέχνη, βρέθηκε, κυρίως στη διάρκεια της εικοναμαχικής έριδας, να ισορροπεί ανάμεσα,  στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία (που αμφισβητούσε τη χρήση των εικόνων στην αποκάλυψη της θείας γνώσης-θέση που διατυπώθηκε από τον Πλάτωνα) και, στην αρχαία ελληνική λαϊκή παράδοση (που έκανε χρήση των εικόνων στη δημόσια λατρεία των θεών). Επιπλέον των προηγούμενων, υπήρχε και η ιουδαϊκή παράδοση, που απαγόρευε την κατασκευή θρησκευτικών εικόνων.
       Η τέχνη της εικόνας χρησιμοποιήθηκε στη βυζαντινή λειτουργία για να φέρει πιο κοντά τον συμμετέχοντα με τον Θεό. Κοντολογίς, ο άνθρωπος ενθαρρύνθηκε να γνωρίσει το Χριστό μέσα από την προσωπική του συνάντηση με την εικόνα Του εντός του λειτουργικού χώρου. Ο βαθμός, μάλιστα, της γνώσης του Θεού εξαρτάται από το βαθμό συναισθηματικής ταύτισης του συμμετέχοντα με την εικόνα του Θεού και όχι από τη νοησιαρχική προσέγγιση της τέχνης, που υποστηρίχθηκε από τους διανοούμενους του δυτικού Μεσαίωνα7.

2. Η λειτουργία της Ορθόδοξης εικονογραφίας

       Η λειτουργία της εικόνας στο χώρο της Ορθοδοξίας, λόγω της ομοιότητά της προς το πρότυπο που παριστάνει, εξαρτάται στενά από το αποδιδόμενο σ’ αυτή νόημα, που δεν είναι άλλο από την ιεροφανειακή συμβίωση. Εξάλλου, ο φυσικός δημιουργός/αποδέκτης της Ορθόδοξης εικονογραφίας ήταν και είναι ο Ορθόδοξος πιστός. Ο «αληθινός και ορθός»8 σκοπός των εικόνων, σύμφωνα και με τον Ι. Δαμασκηνό, μπορεί να γίνει αντιληπτός μόνο από την κοινότητα των πιστών.
       Βέβαια, για να μην χάσουμε τη δυναμική της Ορθόδοξης εικονογραφίας, ως ιεροφανειακού βιώματος, πρέπει να αποδεχτούμε την ενεργητική μας συμμετοχή στην «αποκωδικοποίηση» του «μηνύματος» των εικόνων. Η «θέα» της Ορθόδοξης εικονογραφίας, η «αποκωδικοποίηση» του «μηνύματός» της και η δέουσα τιμητική στάση απέναντί της, προϋποθέτουν, εμπλέκουν και συνεπάγονται πολλαπλές και διαφοροποιημένες βιωματικές διεργασίες: γνωσιακές, συναισθηματικές, βουλητικές, φαντασιωσικές, ηθικές, αισθητικοθρησκευτικές9, κ.ά.
       Με άλλα λόγια, η κατανόηση των εικόνων από τους πιστούς στηρίζεται: i) στη γνώση των περιστατικών («ποιος», «πού», «πότε», «τι» και «πώς»), που παριστάνονται στην εικόνα, ii) στην εκδήλωση συναισθημάτων γύρω από τα εικονιζόμενα περιστατικά, iii) στην προσωπική δέσμευση των συμμετεχόντων έναντι αυτών των περιστατικών, iv) στη φαντασιακή τους ταύτιση με τα συγκεκριμένα περιστατικά και v) στην αξιοποίησή τους ως ηθικά πρότυπα στη δική τους ζωή.
       Τα προηγούμενα μας επιτρέπουν να μιλήσουμε για τη γλώσσα της εικόνας. Μιας γλώσσας με ξεχωριστή αξία, κατά τα λεγόμενα του Δαμασκηνού, αφού είναι προσιτή σε κάθε άνθρωπο. Εν ολίγοις, ό,τι ακριβώς είναι το βιβλίο για όσους ξέρουν γράμματα, το ίδιο είναι για τους αγράμματους η εικόνα10.
       Τελικά, προτείνετε αντί η προσέγγιση της Ορθόδοξης εικονογραφίας να γίνεται ως μίμηση και ταύτιση του πιστού με τις εικονιζόμενες μορφές, να γίνεται αντιληπτή ως εξομοίωση, ύστερα από εγγραφή του πιστού στο ιστορικό πλαίσιο των εικονιζόμενων μορφών11.

3. Η σύγχρονη εικονική  πραγματικότητα

       Η εικόνα στην εποχή μας, δεν είναι απλά ένας καλός αγωγός των ιδεολογιών της νεοτερικότητας, αλλά αντίθετα, ο άξονας γύρω από τον οποίο αναπτύσσεται μια άλλη ιδεολογία, η εικονική ιδεολογία. Η εικονική ιδεολογία, σε αντίθεση με τις ιδεολογίες της νεοτερικότητας, δεν είναι  ένας εξειδικευμένος λόγος που εξηγεί την κοινωνική συγκρότηση. Δεν είναι εικόνα των ιδεολογιών, αλλά ιδεολογία της εικόνας. Επιτελεί ταυτόχρονα οικονομικές (παραγωγικές) λειτουργίες, ενώ συνάμα εξυπηρετεί τις σχέσεις εξουσίας και κυριαρχίας, σ’ ένα αδιαίρετο συγκριτικό όλο12.

3.1 Η «μεικτή» πραγματικότητα

       Ανάμεσα στα δύο «άκρα» της πραγματικής ζωής και της εικονικής πραγματικότητας υπάρχει ένα ολόκληρο φάσμα επιλογών και δυνατοτήτων που προσδιορίζει το χώρο της αποκαλούμενης «μεικτής» (εμπλουτισμένης ή προσαυξημένης) πραγματικότητας. Είναι γεγονός ότι πολλές από τις προσπάθειες για να περιγραφεί αυτός ο χώρος προσκρούουν αναμφίβολα στην πολυσημία των όρων που χρησιμοποιούνται. Πρώτα απ’ όλα χρειάζεται να αποκτήσουμε μια κοινή αντίληψη για την έννοια της πραγματικότητας πριν ακόμα ασχοληθούμε με οτιδήποτε άλλο. Στο σημείο αυτό εντοπίζεται και ένα πρώτο εμπόδιο. Ο άνθρωπος νοούμενος ως ένα υπερπολύπλοκο βιοψυχοκοινωνικό γνωστικό σύστημα ζει αναπτύσσεται και δραστηριοποιείται μέσα σε ένα φυσικό, τεχνητό ή και μεικτό περιβάλλον. Αυτό που συνήθως αντιλαμβανόμαστε ως πραγματικότητα είναι η «ερμηνεία» που παρέχει ο εγκέφαλος για το αποτέλεσμα αυτής της «συνύπαρξη» όπως την πληροφορείται μέσα από τα αισθητήρια όργανα και το νευρικό σύστημα13.
       Αν μάλιστα λάβουμε υπ’ όψιν μας τη συλλογιστική των Maturana & Varela (1992), ότι το περιβάλλον δεν καθορίζει τη δομή, την ταυτότητα και την οργάνωση των έμβιων όντων, αλλά αντίθετα το νευρικό τους σύστημα, χάρη στην οργανωσιακή του κλειστότητα  και αυτονομία, επιλέγει  και ενσωματώνει τα εξωτερικά ερεθίσματα
και τις διαταραχές έτσι ώστε να διατηρεί την ακεραιότητά του14, καταλήγουμε αφοριστικά, πως κάθε γνωστική διαδικασία δεν είναι διαδικασία «αντανάκλασης» του πραγματικού κόσμου αλλά, αντίθετα, διαδικασία παραγωγής και οικοδόμησης ενός κόσμου. Εάν, όμως, κάνουμε δεκτή την παραπάνω άποψη ως ορθή θα έχουμε, επιπλέον, να αντιμετωπίσουμε και τις ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις των ριζικών και απότομων αλλαγών του περιβάλλοντος, που συνήθως εμφανίζονται σε  περιβάλλοντα  εικονικής πραγματικότητας, ειδικότερα όταν αυτά επιτρέπουν και τη διαδραστική συμμετοχή  (αλληλεπίδραση) του χρήστη. Με  άλλα λόγια, στην πράξη δημιουργείται
μια «πολλαπλή πραγματικότητα» η οποία εξατομικεύεται και ερμηνεύεται διαφορετικά από τους συμμετέχοντες σ’ αυτήν15.

3.2 Η σύνδεση γνώσης και εμπειρίας

       Ο γενικός προσανατολισμός στην εικονική πραγματικότητα σχετίζεται άμεσα με την παροχή ευκαιριών και δυνατοτήτων για την πραγματοποίηση εμπειριών. Είναι μια τεχνολογία που επιτρέπει τη μαζική παραγωγή άμεσων εμπειριών. Μοιάζει να κλείνει ένας κύκλος που ξεκίνησε με τα πρώτα βήματα των ανθρώπων πάνω στη γη. Στην αρχή υπήρχε μόνο η εμπειρική γνώση, στη συνέχεια ήρθε η μοντελοποίηση και η χρησιμοποίηση συμβολικών διαδικασιών στη σκέψη. Ένα πράγμα μπορούσε να αντιπροσωπεύει κάποιο άλλο, σχέδιο, ήχο, γλώσσα, γραφή, μαθηματικά, τέχνη κ.λπ. Μετά φθάσαμε στην τυπογραφία και έγινε δυνατό να διακινηθούν οι εμπειρίες σε κάθε κατεύθυνση με τη χρήση γραπτών συμβόλων. Αυτή η μαζική παραγωγή συμβόλων δημιούργησε μια επανάσταση και οδήγησε την ανθρωπότητα σε ένα νέο  στάδιο πολιτισμού. Σήμερα με την εικονική πραγματικότητα οδηγούμαστε σε μια νέα επανάσταση, γιατί είμαστε σε θέση να αναπαράγουμε μαζικά την εμπειρία. Στις συζητήσεις, πλέον, για την εικονική πραγματικότητα αφθονούν οι συγκρίσεις  με την Αναγέννηση. Ακριβώς όπως η εφεύρεση του τρισδιάστατου ολογράμματος χρησιμεύει ως πολιτιστικό και επιστημονικό αντίστοιχο με την εισαγωγή της προοπτικής στη ζωγραφική, η εικονική πραγματικότητα αποτελεί το ψηφιακό αντίστοιχο (τηρουμένων των αναλογιών) για την αρχική διάδοση της τυπογραφίας16.

3.3 Η  λειτουργία της εικόνας στο σύγχρονο εικονικό περιβάλλον

       Οι όροι «εικονική πραγματικότητα» και «κυβερνοχώρος» ενσωματωμένοι πλέον στο καθημερινός μας λεξιλόγιο, χρησιμοποιούνται άλλοτε για να δηλώσουν τη δυνατότητά μας να συμμετέχουμε και να περιηγούμαστε σε διαδραστικά περιβάλλοντα και άλλοτε για να δηλώσουν την είσοδό μας σε ευρύτερα εικονικά περιβάλλοντα λ.χ. σε προσομοιωμένους κόσμους17. Το θέαμα δεν γίνεται, πλέον, αντιληπτό ως ένα σύνολο προβαλλόμενων εικόνων, αλλά ως «κοινωνική σχέση ατόμων διαμεσολαβημένη από εικόνες»18. Ο Μπωντριγιάρ κάνοντας ένα βήμα παραπάνω υποστηρίζει (εντελώς λανθασμένα κατά τη γνώμη μας, εφόσον αγνοεί τη θεολογική αυτοσυνειδησία της Ορθόδοξης εικονογραφίας) ότι όπως οι ιερές εικόνες «δολοφονούν τη θεϊκή ταυτότητα», κατά τον ίδιο τρόπο και οι ψηφιακές εικόνες «δολοφονούν το πραγματικό, δολοφονούν το ίδιο τους το πρωτότυπο»19.
       Λαμβάνοντας υπ’ όψιν μας τον ορισμό  που δίνει ο Perniola στο ομοίωμα: «εικόνα χωρίς ταυτότητα»20, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι, στο πλαίσιο της σύγχρονης επικοινωνίας, οι εικόνες αυτονομούνται από τα πρωτότυπά τους και συνθέτουν ένα νέο επικοινωνιακό κύκλωμα με δική του δομή και δικές του αρχές. Με άλλα λόγια, στο περιβάλλον του κυβερνοχώρου εκλείπει η φυσικότητα και όλος ο χώρος πλημμυρίζει από ομοιώματα που δομούνται αυθαίρετα, πειθαρχώντας στους εσωτερικούς κανόνες μιας ανεξέλεγκτης εικονογένεσης. «Εκεί που ο πραγματικός κόσμος μετατρέπεται σε απλές εικόνες, οι απλές εικόνες γίνονται πραγματικά όντα», υποστήριξε ο Γκυ Ντεπόρ21.
       Τα στοιχεία που συνθέτουν αυτή την οντολογική μετάβαση22 είναι: i) η απόλυτη αυτονομία. Η ύπαρξη ενός και μόνου αντίγραφου «σπρώχνει» το πρωτότυπο στην ανυπαρξία. Το αντίγραφο συμπεριφέρεται, πλέον, «αλαζονικά» και αποκομμένο από την πραγματικότητα, ii) η απόλυτη διαφάνεια. Οι εικόνες του κυβερνοχώρου είναι μόνο  ο εαυτός  τους και δεν έχουν να  αποδείξουν τίποτα και σε κανέναν, iii) η εμπορευματοποίηση του εικονικού. Αυτό σημαίνει ότι η ανταλλακτική αξία (τιμή) των συγκεκριμένων εικόνων εικάζεται μόνο από την εμφάνισή τους και iv) η κανονιστικότητα. Ο ρόλος της εικονικής πραγματικότητας πάνω στην ίδια τη δομή της ανθρώπινης πραγματικότητας είναι, πλέον, ρυθμιστικός. Με άλλα λόγια, η ζωή μας προσαρμόζεται στους κανόνες που υπαγορεύει η οντολογία του εικονικού. Ζούμε όλοι σε μια προσομοίωση της πραγματικότητας, όπου η ηθική δεν έχει θέση, γιατί και η ίδια είναι  εικονική.
       Τελικά, το ομοίωμα ως είδωλο αντί να αναδεικνύει μια σχέση, όπως πράττει το σύμβολο, αποκλείει κάθε σχέση εκτός εκείνης με τον εαυτό του. Στην πράξη ο πολιτισμός της πληροφορίας έχει εξαφανίσει τη ριζική ετερότητα και στη θέση της έχει τοποθετήσει αναρίθμητα είδωλα. Έτσι, επικοινωνούμε χωρίς να επικοινωνούμε23.

4. Η εικονολογική προοπτική της Εκκλησίας

       Σύμφωνα με τον Ι. Δαμασκηνό24, τον κατ’ εξοχήν θεολόγο των ιερών εικόνων25, ο κτιστός άνθρωπος είναι υποχρεωμένος να κάνει χρήση των κτιστών μέσων, που δεν είναι υποχρεωτικό να είναι μόνο νοητά, προκειμένου να πετύχει την αναγωγή του στο υπερβατικό. Κοντολογίς, η αναγωγή αυτή επιτυγχάνεται μόνο δια μέσω των αισθητών, δηλαδή των εικόνων και των σχημάτων ή αλλιώς «συμβόλων»26.
       Για την εκκλησιαστική κατανόηση της εικόνας πρέπει να έχουμε στο νου μας, ότι το βασικό χαρακτηριστικό της Ορθόδοξης εικόνας, η αναφορικότητα, γίνεται αντιληπτό και καταφατικά και αποφατικά. Έτσι, από τη μία πλευρά η εικόνα είναι «εκφαντορική του κρυφίου και δεικτική»27 και από την άλλη ελλειπτική, εφόσον το κρύφιο στοιχείο του πρωτοτύπου της θα αποκαλυφθεί με κάθε πληρότητα στο μέλλον. Βέβαια, αναφορές στο «πρωτότυπο» δεν  συναντάμε μόνο στην εκκλησιαστική εικονογραφία, αλλά τόσο στην αρχαιοελληνική αισθητική28, όσο και στη θρησκευτική τέχνη γενικότερα. Εντούτοις, η εκκλησιαστική εικονογραφία διαφοροποιείται από τις δύο άλλες προοπτικές, όσο το κριτήριο της αναφορικότητας νοείται  εσχατολογικά. Με άλλα λόγια, η  απεικόνιση  του Χριστού, της Παναγίας και
των  Αγίων δεν  γίνεται με φωτογραφικό τρόπο, αλλά με έναν εσχατολογικό και ιεροφανειακό. Εν κατακλείδι, στην πορεία προς την εικόνα του Θεού γίνονται αποδεκτές οι διαμεσολαβήσεις των υλικών πραγμάτων, κατασκευασμένων επί τούτου ή καθιερωμένων από τη χρήση29.

Επίλογος

       Οι παραπάνω διαπιστώσεις, καταδεικνύουν κατά τη γνώμη μας, τη μεγάλη απόσταση που χωρίζει τις δύο εικονολογικές προσεγγίσεις, την ψηφιακή και την εικονογραφική. Τα δύο συστήματα καθοδηγούνται από δικές τους αρχές, λ.χ. το πρώτο χαρακτηρίζεται από το πάθος της εμμένειας και της αυτοαναφορικότητας και το δεύτερο από την εσχατολογική του παραπεμπτικότητα. Μία πιθανή λύση στο αδιέξοδο του νεφελώματος του εικονικού θα ήταν η μη είσοδος σ’ αυτό. Κάτι τέτοιο, όμως, θεωρείται αδύνατο αν όχι ανέφικτο μιας και ζούμε στον αιώνα της ψηφιακής ειδολωλατρίας.
       Σύμφωνα και με τον Ι. Δαμασκηνό, ο σκοπός και η χρησιμότητα της Ορθόδοξης εικονογραφίας έγκειται στο γεγονός ότι αποκαλύπτει μια πραγματικότητα την οποία αδυνατεί να αντιληφθεί ο άνθρωπος, εξαιτίας των περιορισμών του χρόνου και του χώρου. Με άλλα λόγια, η εικόνα είναι το «εργαλείο» μέσω του οποίου ο «περιορισμένος» άνθρωπος έρχεται σε επαφή με όντα, όπως οι Άγιοι, που βρίσκονται και υπάρχουν πέρα από τα όρια του ορατού. Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι η Ορθόδοξη εικονογραφία, ως ιεροφανειακή εμβίωση, ενσαρκώνει την ιστορικότητα της Εκκλησίας ως την εσχατολογική φανέρωση της Βασιλείας του Τριαδικού Θεού.

1  G. Kress & T. van Leeuwen, Multimond discourse (London: Alnold, 2001).
2  Με την  έννοια που αναφέρει ο Flaubert, ότι μια γυναίκα γραμμένη (ecrite) είναι χίλιες γυναίκες, ενώ μια γυναίκα σχεδιασμένη είναι μία γυναίκα.
3 Ουρ. Κωνστανινίδου - Σέμογλου & Μ. Θεοδωροπούλου, «Οπτικό, λεκτικό ερέθισμα και άγνωστη λέξη» στο Εικόνα και  Παιδί, Ουρ. Κωνσταντινίδου  (επιμ.), Θεσσαλονίκη:  cannot  not design pub lications 2005, σ.39.
4  Β. Αδραχτά, «Η Ορθοδοξία ως πολιτισμικό επίτευγμα και τα προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου», Σημειώσεις Παραδόσεων, Αθήνα, 2006, σ.2-3.
5  Β. Αδραχτά, ό.π.2.
6  Γ. Παγουλάτου, «Η Ορθοδοξία και  οι τέχνες», Σπουδές στην  Ορθοδοξία, Τόμ, Α΄: Η Ορθοδοξίαν ως  Πολιτισμικό  Επίτευγμα  κα ι τα Προβλήματα  του Σύγχρονου  Ανθρώπου, Σ. Γουνελάς (επιμ.), Πάτρα:  Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών, 2002, σ.22.
7  F.Th. Mathews, «Psychological  Dimensions in the Art of Eastern Chistendom», Art and Religion: Faith, Form and  Re- form, 1984 Paine  Lectures  in  Religion, (eds), Osmund Overby, University  of  Missouri-Columbia 1986, σ.1-21.
8    Ι. Δαμασκηνού, Λόγος Α΄ 24=Β΄ 17.8-9 (III.115).
9    Β. Αδραχτά, ό,π.3.
10   Ι. Δαμασκηνού, Περί Εικόνων, Λόγος Α΄ 17.
11   Β. Αδραχτά, ό.π.4.
12  Γ. Πλειός, Ο Λόγος της Εικόνας, Ιδεολογία και Πολιτική, (Αθήνα: Παπαζήση, 2001, σ.460) .
13  Ι. Κεκέ & Ηρ. Μυλωνάκου-Κεκέ, «Διαδραστικές εμπειρίες σε περιβάλλοντα εικονικής πραγματικό τητας» στο: Εικόνα και Παιδί, Ουρ. Κωνσταντινίδου  (επιμ.), Θεσσαλονίκη: cannot  not design publications 2005, σ.481.
14 H. Maturana & F. Varela, Το δέντρο της γνώσης, οι βιολογικές ρίζες της ανθρώπινης νόησης (Αθήνα: Κάτοπτρο, 1992).
15  Ι. Κεκέ & Ηρ. Μυλωνάκου-Κεκέ, ό.π.481.
16  D. Rushkoff, Cyberia: οδηγός επιβίωσης στον κυβερνοχώρο (Αθήνα: Λιβάνης, 1993).
17  Γ. Σκαρπέλος, Terra Virtualis, Η κατασκευή του Κυβερνοχώρου, (Αθήνα,1999,σ.77-80).
18  Γκυ Ντεπόρ, Η Κοινωνία του Θεάματος, μτφρ. Π.Τσαχαγέας-Ν.Β. Αλεξίου, Ελεύθερος Τύπος, Αθή να,1986, σ.24.
19  J. Baudrillard, The Evil Demon of  Images and the Precession of Simulacra, στο Τhomas Do-Cherty (ed.)Postmode- rnism: A Reader, Colombia Univ. Press, New York, 1993.
20  J. Baudrillard, ό.π.
21 Γκυ Ντεπόρ, ό.π.29.
22  J. Baudrillard,  Η Έκσταση της Επικοινωνίας, μτφρ. Β. Αθανασόπουλος (Αθήνα,1991, σ.33-71).
23 J. Baudrillard, Η Διαφάνεια  του  Κακού, Δοκίμιο πάνω στα Ακραία Φαινόμενα, μτφρ. Ζ. Σαρίκας,  (Αθήνα: Εξάντας, 1996, σ.127-137).
24 Ο Ι. Δαμασκηνός  γεννήθηκε  γύρω  στα  660 μ.Χ. στη  Δαμασκό  της  Συρίας.  Διορίστηκε  από  τους Σαρακηνούς  πρωτο- σύμβουλος  του κράτους, θέση από την οποία παραιτήθηκε για να μονάσει στο μοναστήρι του Αγίου Σάββα όπου  παρέμεινε μέχρι το θάνατό του, γύρω στα 750 μ.Χ.
25  Γ. Ζωγραφίδη, Βυζαντινή Φιλοσοφία της Εικόνας, (Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 1997,σ.287).
26  Υπάρχουν, πολλές  έννοιες, που γίνονται  αισθητές, χειροπιαστές εξαιτίας  της  ύλης, όπως είναι για παράδειγμα  το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, το  ξύλο του Σταυρού που έγινε το Σύμβολο της νίκης του Χριστιανισμού, ο τάφος του Γολγοθά, τα δέρματα και τα μελάνια των Ευαγγελίων, τα χρώματα και  τα χρυσαφικά των εικόνων, το θυμίαμα των εκκλησιών, τα σύμβολα του Πάθους του Χριστού ή ακόμα και τα υλικά εκείνα στοιχεία, που κάνουν αισθητά τα μυστήρια της Εκκλησίας.
27   Ι. Δαμασκηνού, Περί Εικόνων, Λόγος Γ΄, 17.2-3, II-I.126.
28  Γ. Ζωγραφίδη, Εικαστική Φιλοσοφία, (Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα,1998,σ.31-100).
29  Γ. Ζωγραφίδη, Βυζαντινή Φιλοσοφία της Εικόνας, (Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 1997,σ.304).


Βιβλιογραφία


Αδραχτά Β., «Η Ορθοδοξία ως πολιτισμικό επίτευγμα και τα προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου», Σημειώσεις Παραδόσεων, Αθήνα, 2006, σ.2-3.
Baudrillard J., Η Έκσταση της Επικοινωνίας, μτφρ. Β. Αθανασόπουλος (Αθήνα, 1991, σ.33-71).
Baudrillard J., The Evil Demon of  Images  and the Precession of Simulacra, στο Thomas Do-Cherty (ed.)  Postmoder-nism: A  Reader, Colombia University  Press, New York,1993.
Baudrillard J., Η Διαφάνεια  του  Κακού, Δοκίμιο πάνω  στα Ακραία Φαινόμενα, μτφρ. Ζ. Σαρίκας,(Αθήνα: Εξάντας,1996,σ.127-137).
Δαμασκηνού Ι.,  Περί Εικόνων, Λόγος Α΄ 24=Β΄ 17.8-9 (III.115).
Δαμασκηνού Ι., Περί Εικόνων, Λόγος Α΄ 17.
Δαμασκηνού Ι., Περί Εικόνων, Λόγος Γ΄, 17.2-3, II-I.126.
Ζωγραφίδη Γ., Εικαστική Φιλοσοφία, (Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα,1998,σ.31-100)
Ζωγραφίδη Γ., Βυζαντινή Φιλοσοφία της Εικόνας, (Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα,1997, σ.304).
Κεκέ Ι. & Ηρ. Μυλωνάκου-Κεκέ Ηρ., «Διαδραστικές  εμπειρίες  σε  περιβάλλοντα εικονικής πραγματικότητας» στο Εικόνα και Παιδί, Ουρ. Κωνσταντινίδου (επιμ.) Θεσσαλονίκη: cannot not design publications 2005, σ.481.
Kress G. & van Leeuwen T., Multimond discourse (London: Alnold, 2001).
Κωνστανινίδου - Σέμογλου Ουρ. &  Θεοδωροπούλου Μ., «Οπτικό, λεκτικό ερέθισμα και  άγνωστη λέξη» στο Εικόνα  και  Παιδί, Ουρ. Κωνσταντινίδου (επιμ.), Θεσσαλονίκη: cannot not design publications 2005, σ.39.
Mathews Th. F., «Psychological Dimensions  in the  Art  of Eastern Chistendom», Art and Religion: Faith, Form  and Reform, 1984 Paine Lectures in Religion, (eds), Osmund Overby, University of  Missouri-Columbia 1986, σ.1-21.
Maturana H. & Varela F., Το  δέντρο  της  γνώσης, οι βιολογικές ρίζες της ανθρώπινης νόησης (Αθήνα: Κάτοπτρο, 1992).
Ντεπόρ Γκυ, Η Κοινωνία του Θεάματος, μτφρ. Π. Τσαχαγέας-Ν. Β. Αλεξίου, Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα,1986, σ.24.
Παγουλάτου Γ., «Η Ορθοδοξία και οι τέχνες», Σπουδές  στην Ορθοδοξία, Τόμ, Α΄: Η Ορθοδοξία ως Πολιτισμικό  Επίτευγμα  και  τα  Προβλήματα του Σύγχρονου Ανθρώπου, Σ. Γουνελάς (επιμ.), Πάτρα: Ελληνικό  Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών, 2002, σ.22.
Πλειός Γ., Ο  Λόγος  της  Εικόνας, Ιδεολογία  και Πολιτική, (Αθήνα: Παπαζήση, 2001, σ.460) .
Rushkoff  D., Cyberia: οδηγός επιβίωσης στον κυβερνοχώρο (Αθήνα: Λιβάνης, 1993).
Σκαρπέλος Γ., Terra Virtualis, Η  κατασκευή  του Κυβερνοχώρου, (Αθήνα,1999, σ.77-80).