Κυριακή 6 Φεβρουαρίου 2011

Συγκριτική θεώρηση του πλατωνικού έρωτα και της χριστιανικής αγάπης

του Κώστα Λ. Ζημιανίτη, Δρ. ΜΜΕ

Εισαγωγή

     O έρωτας, ως μια κοσμική αρχέτυπη δύναμη, καταφέρνει από την αρχαιότητα1, ακόμη, να συνδεθεί πολιτισμικά2: πρώτον, με τη μυθολογική παράδοση στην οποία τονίζεται η καθολικότητά του στα όρια του Είναι και η παράδοξη εκ μέρους του συνεύρεση χαράς και λύπης, δεύτερον, με τον ορφισμό3 στον οποίο τονίζεται ο μανικός του χαρακτήρας και τρίτον, με τη φιλοσοφία του Πλάτωνα στην οποία αναγνωρίζεται η παιδευτική του σημασία.
     Αργότερα, ο χριστιανικός πολιτισμός προσπαθώντας να αποδυναμώσει τη δύναμη του έρωτα επινόησε τον «πλατωνικό έρωτα»4 και πρόβαλε την αξία της χριστιανικής αγάπης5. Με τη στάση του, όμως, αυτή παρέσυρε τη θεολογία στο να κρατήσει μια εχθρική στάση απέναντι στον κόσμο και να βοηθήσει, άθελά του, στην ανάδειξη δυϊστικών σχημάτων6, όπως: ψυχή – σώμα, εγκράτεια – ερωτική συμπεριφορά κ.λπ.
     Σκοπός της εργασίας αυτής είναι η μελέτη των ομοιοτήτων και των διαφορών ανάμεσα στον «Έρωτα»7 του Πλάτωνα, όπως αυτός διατυπώθηκε στο «Συμπόσιο» και της χριστιανικής «αγάπης»8, όπως αυτή διατυπώθηκε στην Α΄ Καθολική Επιστολή του Ιωάννη.

1. Ο Πλάτωνας

     Ο Πλάτωνας9 γεννήθηκε στην Αθήνα το 427 π.Χ., από γονείς ευγενείς. Γνώρισε το Σωκράτη σε ηλικία 20 ετών και έμεινε κοντά του μέχρι το θάνατο του μεγάλου δασκάλου (399 π.Χ.). Ο Άδικος θάνατος του Σωκράτη ήταν το κίνητρο για να αναλάβει το ρόλο του κοινωνικού μεταρρυθμιστεί της αθηναϊκής δημοκρατίας
     Η πλατωνική φιλοσοφία είναι ιδεοκρατική. Εισάγει, δηλαδή, τη θεωρία των ιδεών, οι οποίες κατά τον Πλάτωνα είναι οι γενικοί και αιώνιοι τύποι των πραγμάτων, οι ουσίες, που γίνονται αντιληπτές μόνο με το λογικό και όχι με την αίσθηση. Τα αισθητά τα θεωρεί είδωλα των ιδεών. Έτσι αναγνωρίζει δύο κόσμους, τον αισθητό, ο οποίος διαρκώς μεταβάλλεται και βρίσκεται σε ασταμάτητη ροή (εδώ δεν ισχύει η ταυτότητα Α = Α) και το νοητό κόσμο τον αναλλοίωτο (εδώ ισχύει ο νόμος της ταυτότητας), δηλαδή, τις ιδέες, οι οποίες υπάρχουν ως πρότυπα και παραδείγματα. Σε κάθε, όμως, περίπτωση εκλείπει παντελώς απ’ τη διαρχική φιλοσοφία η έννοια της δημιουργίας εκ του μη όντος10.
     Με άλλα λόγια, ο Πλάτωνας δεν δέχεται άλλη δημιουργία παρά μόνο αυτή που πραγματώνει ο άνθρωπος, παράγοντας κάτι από την ουσία ενός πράγματος ή ομορφαίνοντας τη ρέουσα υλική πραγματικότητα με το μανδύα του νοητού κόσμου. Όλο το παιχνίδι, λοιπόν, εξελίσσεται στην αυθυπαρξία των δύο κόσμων του αισθητού και του νοητού, του πρώτου γενητού και του δεύτερου αγένητου.
     Τα έργα του Πλάτωνα είναι 36 και όλα, εκτός από την Απολογία, διαλογικά. Στη συγγραφή τους ο φιλόσοφος μιμήθηκε τη διδασκαλία του Σωκράτη, ο οποίος δίδασκε διαλογικά. Οι διάλογοί του επιγράφονται με το όνομα κάποιου από τα διαλεγόμενα πρόσωπα, π.χ. Τίμαιος, Γοργίας, Πρωταγόρας, κ.λπ. Τρεις μόνο διάλογοι, το Συμπόσιο, η Πολιτεία και οι Νόμοι τιτλοφορούνται από το περιεχόμενό τους. Σ’ όλους τους διαλόγους τη συζήτηση διευθύνει ο Σωκράτης. Στους παλαιότερους διαλόγους διατηρεί την εικόνα του πραγματικού Σωκράτη, ενώ στους νεότερους κάτω από το πρόσωπο του δασκάλου κρύβεται ο ίδιος ο μαθητής.

1.1 Το Συμπόσιο

Το Συμπόσιο11 είναι το μεγαλύτερο «μνημείο» που θα μπορούσε να φτιάξει ο Πλάτωνας για τον Σωκράτη. Έχει χαρακτηρισθεί ως ο πιο ολοκληρωμένος δοξαστικός του Έρωτα, αυτής της μεγάλης Δύναμης που κινεί τα πάντα. Τα πρόσωπα του διαλόγου είναι ο Αγάθων, ο Φαίδρος, ο Παυσανίας, ο Ερυξίμαχος, ο Αριστοφάνης, ο Αλκιβιάδης (που φτάνει στο τέλος του συμποσίου) και ο Σωκράτης.
     Στην ομιλία του Σωκράτη, προς τους συνδαιτυμόνες του, κυριαρχεί το όνομα της Διοτίμας. Σύμφωνα με μιαν άποψη, πρόκειται για πρόσωπο επινοημένο από τον Πλά-τωνα, ο οποίος παρουσιάζει τον Σωκράτη να  μεταφέρει απλώς στους συνομιλητές του όσα η Διοτίμα12 του αποκάλυψε για την ουσία του Αληθινού Έρωτα, για να δικαιολογήσει το γεγονός ότι εδώ ο σωκρατικός λόγος παίρνει τη μορφή θετικής διδασκαλίας και όχι, όπως συνήθως, μαιευτικής αναζήτησης. Η Διοτίμα οδηγεί, ως πραγματική ιεροφάντης, τον ανίδεο ακόμη Σωκράτη στη φιλοσοφική και βαθύτερη (μυστική) έννοια της ερωτικής λειτουργίας, ακολουθώντας την πορεία της θρησκευτικής μύησης και φανερώνοντας σ’ αυτόν, σχεδόν τελετουργικά, τη «θεωρία της ιδέας». Έτσι, η πλατωνική άποψη για την ψυχική ταυτότητα του Έρωτα διατυπώνεται με τόνο μυστηριακό, προφητικό, ποιητικό.

1.2 H φύση του έρωτα στο Συμπόσιο

     Ο Έρωτας, ως δαίμονας και όχι ως θεός13,  προσπαθεί να διαμεσολαβήση μεταξύ των ανθρώπων και του θείου. Ιδιαίτερα, ως γιος του Πόρου, τρέχει πίσω από το ωραίο, είναι ριψοκίνδυνος, επινοητικός και σε όλη του τη ζωή φιλόσοφος. Ως γιος της Πείνας, προσπαθεί να κατανοήσει τη φύση του και να αντιμετωπίσει τα υπαρξιακά του προβλήματα. Εν ολίγοις, ο έρωτας είναι κάτι μεταξύ ωραίου και άσχημου, τέλειου και ατελούς, θνητού και αθανάτου14.
     Σύμφωνα με τη θεωρία του Πλάτωνα ο Έρωτας, που αυτός επικαλείται, δεν αφορά μόνο την αγάπη προσώπων για πρόσωπα, αλλά, κυρίως, αφορά τα λογικά υποκατάστατα των κατηγορημάτων «χρήσιμος» και «ωραίος». Μ’ αυτό τον τρόπο, ο Πλάτωνας, τοποθετεί την Ιδέα του Ωραίου στα υψηλότερα επίπεδα του κλιμακωτού σχήματος, που αναπαριστά την πρόοδο του εραστή και υποβαθμίζει στα χαμηλότερα επίπεδα την αγάπη για τα πρόσωπα15.
     Με άλλα λόγια, ο δαίμονας του «Συμποσίου», δηλαδή ο Έρωτας δεν γίνεται αντιληπτός από τα εξωτερικά του γνωρίσματα, αλλά από τον πόθο που εκφράζει η ανθρώπινη ψυχή για μια διαλεκτική σχέση με το Είναι16.

2. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης

     Ο Ιωάννης17 ήταν γιος του Ζεβεδαίου και της Σαλώμης και νεότερος αδελφός του αποστόλου Ιακώβου. Έζησε περίπου 100 χρόνια και πέθανε γύρω στο105 με 106 μ.Χ. Αρχικά ήταν μαθητής του Ιωάννου του Προδρόμου και κατόπιν έγινε μαθητής του Κυρίου. Ο Ιωάννης ήταν ο Ευαγγελιστής της αγάπης. Όχι μόνο γιατί αναφέρεται συνεχώς στην αγάπη, αλλά κυρίως γιατί τη βίωνε και την εξέφραζε. Η Εκκλησία του απένειμε την προσωνυμία του Θεολόγου.
     Ο Ιωάννης είναι ο συγγραφέας του 4ου κατά σειρά Ευαγγελίου στην Καινή Διαθήκη, το θεολογικότερο όλων και θεωρούμενο ως Ευαγγέλιο της αγάπης, καθώς επίσης τριών Καθολικών Επιστολών και της Αποκάλυψης. Αυτός και ο Πέτρος ήταν οι πρώτοι που κήρυξαν μετά την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος σε όλο τον κόσμο το λόγο του Κυρίου. Στα χρόνια του αυτοκράτορα Δομετιανού βασανίστηκε και εξορίστη- κε στην Πάτμο.
    
2.1 Η Α΄ Καθολική Επιστολή του Ιωάννου

     Εξετάζοντας κανείς την εξωτερική μορφή της Α΄ επιστολής του Ιωάννου δεν μπορεί να τη θεωρήσει ούτε ως ένα απλό «γράμμα» μιας και εκλείπουν απ’ αυτή π.χ. το προοίμιο  με  το  όνομα του συγγραφέα, αλλά ούτε και «πραγματεία» τη στιγμή που ο  συγγραφέας αναφέρεται προσωπικά στους παραλήπτες της και στα προβλήματά τους18.
     Γράφτηκε πιθανότατα στην Έφεσο το 95-100 μ.Χ. και απευθύνεται τόσο προς τους Εφεσίους, όσο και προς τις Εκκλησίες της Μ. Ασίας. Αφορμή για τη συγγραφή της ήταν από τη μία πλευρά η υπεράσπιση του τέταρτου Ευαγγελίου και από την άλλη η καταπολέμηση των αιρέσεων, που αρνούνταν τον ιστορικό χαρακτήρα της ενσαρκώσεως του Χριστού, δηλαδή την πλήρη και τέλεια ανθρώπινη φύση του.
     Από φιλολογικής άποψης το κείμενο είναι πρωτότυπο και η σκέψη και το ύφος του προσομοιάζουν με αυτά που ισχύουν και στο τέταρτο Ευαγγέλιο, οπότε αβίαστα συμπεραίνεται ότι συγγραφέας και των δύο είναι ο ίδιος, δηλαδή ο Ιωάννης19.

2.2 Τα περί χριστιανικής αγάπης στην Α΄ επιστολή του Ιωάννου

     Σύμφωνα με τον Ιωάννη όποιος θέλει να γνωρίσει τον Κύριο οφείλει να τηρεί τις εντολές του20. Η σημαντικότερη απ’ αυτές είναι η αγάπη και μάλιστα η αγάπη προς τους πλησίον μας21. Με την αγάπη οι πιστοί μεταβαίνουν από το θάνατο στη ζωή. Όποιος δεν αγαπά αληθινά22 παθαίνει ό,τι και ο Κάιν, γίνεται δηλαδή αδελφοκτόνος. Εν συντομία, η αγάπη δεν φανερώνεται με λόγια, αλλά με έργα.
     Η αγάπη του Θεού φανερώθηκε με τη σάρκωση του Χριστού. Αυτός πρώτος μας αγάπησε, γι’ αυτό και έστειλε τον γιο του να μας λυτρώσει από τις αμαρτίες μας. Κάτι που ο Ιωάννης γνωρίζει προσωπικά, μιας και υπήρξε μαθητής του Χριστού23.
     Με άλλα λόγια, με την ενανθρώπησή του ο Λόγος του Θεού από τη μία πλευρά αίρει όλες τις αντιθέσεις, συμφιλιώνοντας τον άνθρωπο με το Θεό και από την άλλη μας διδάσκει πως αν θέλουμε να υπερνικήσουμε τη  δυστυχία μας, θα πρέπει να έχουμε απόλυτη πίστη σ’ Εκείνον24. Ο χριστιανισμός, σύμφωνα και με τον Pierre Teilhard de Chardin, «δεν είναι ένα πρόσθετο φορτίο με ασκήσεις και υποχρεώσεις που κάνουν το βαρύ φορτίο της ζωής μέσα στην κοινωνία ακόμη βαρύτερο και ούτε πολλαπλασιάζει τα δεσμά του ανθρώπου. Στην πραγματικότητα, ο χριστιανισμός είναι μια δυνατή πνοή που δίνει νόημα, ομορφιά και άνεση σ’ ό,τι και αν κάνουμε»25.

3. Σύγκριση του έρωτα στον Πλάτωνα με την χριστιανική αγάπη

     Στο «Συμπόσιο» του Πλάτωνα ο έρωτας είναι μια αισθητική αναγκαιότητα (αφού η έλξη του ωραίου είναι ακαταμάχητη) και ως τέτοια λειτουργεί ανελεύθερα και καταναγκαστικά, όπως π.χ. οι βιολογικού νόμοι. Αντίθετα, στην Α΄ Επιστολή του Ιωάννου δεν υπάρχει αναγκαιότης, οπότε μιλάμε, πλέον, για αγάπη και όχι για έρωτα. Για παράδειγμα, το να αγαπάς τον δίκαιο και τον καλό είναι λογικό και αναμενόμενο. Το να αγαπάς, όμως, τον αμαρτωλό και να πεθαίνεις γι’ αυτόν, όπως κάνει ο Χριστός, είναι τρέλα, ελευθερία όμως26.
     Ο Πλάτωνας, ακόμη, υποστηρίζει ότι υπάρχει αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ αισθητού και νοητού κόσμου. Μπορεί μεν ο έρωτας να καλλιεργεί τον πόθο και την ορμή για την ύψιστη ιδέα του αγαθού, αλλά καμία μεταμόρφωση του αισθητού κόσμου δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, τη στιγμή που ο Θεός ουδεμία ανάμειξη έχει με τα ανθρώπινα27. Στις σελίδες, όμως, τόσο του τέταρτου Ευαγγελίου, όσο και της Α΄ Επιστολής του Ιωάννου δηλώνεται με κατηγορηματικό τρόπο πως ο Λόγος ενσαρκώθηκε πραγματικά και πως υπάρχουν μάρτυρες γι’ αυτό28. Με άλλα λόγια, με την ύπαρξη αυτού του γεγονότος πραγματώνεται η ρωμαλεότερη σύνθεση τη φύσης και της υπερφύσης, του αισθητού και του νοητού, της ιστορίας και της αιωνιότητας29.
     Του Πλάτωνα, επίσης, του διαφεύγει η διάσταση εκείνη της αγάπης που δίνει ισχύ στην ανοχή, στην εμπιστοσύνη, στον σεβασμό κ.λπ. Με βάση τις απόψεις του, περί αγάπης, κάτι  τέτοιο  θα  ισοδυναμούσε  με  εννοιολογικό σφάλμα και ηθική σύγχυση, γιατί  η  παροχέτευση  μιας  τέτοιας  αγάπης, πάντα κατά τον Πλάτωνα, πρέπει να κατευθύνεται μόνο προς το θείο πρότυπο30. Εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις για την εικόνα του ιδεώδους όντος, δηλαδή του Θεού, έχουν διατυπωθεί τόσο στην εβραϊκή, όσο και στη χριστιανική παράδοση. Πιο συγκεκριμένα, ο Θεός αντλεί από την τελειότητά του τη δύναμη για να αγαπά ακόμη και το ατελές. Για παράδειγμα, ο Πατέρας δεν φροντίζει τα παιδιά του ανάλογα με την αξία τους και ούτε τους χαρίζει την αγάπη του σταθμίζοντας το πόσο ενάρετα είναι, τους τα προσφέρει όλα αυτά απλόχερα31.   

Επίλογος

     Η χριστιανική διδασκαλία προβάλλει μια παράσταση του Θεού εντελώς διαφορετική από ό,τι προβάλλουν η ειδωλολατρία και η διαρχική φιλοσοφία, η οποία οξύτατα διαχωρίζει τον αισθητό από τον νοητό κόσμο. Έναν Θεό που και ο πιο απλός άνθρωπος μπορεί να γνωρίσει συμμετέχοντας στην εκκλησιαστική ζωή και βιώνοντάς  Τον μέσα από τρία χαρακτηριστικά του γνωρίσματα32: i) Ο Θεός απέχει από τον κόσμο φύσει και ουσία, όχι τόπω και χρόνω, γιατί είναι άκτιστος δημιουργός και όλα γύρω του κτίσματα, ii) Κανένας απολύτως δεν παρεμβάλλεται, ως μεσάζουσα πραγματικότητα, μεταξύ Θεού και κόσμου. Τα πάντα επικοινωνούν με το Θεό μέσω ενεργειών και iii) Ο βιβλικός Θεός είναι κινητικός, κοινωνικός και ιστορικός.
     Για να γνωρίσουμε, λοιπόν, το Θεό θα πρέπει να εμπλακούμε ελεύθερα στην αγαπητική σχέση Πατρός και Υιού, όντας ελεύθεροι. Μια σχέση ελεύθερη, μιας και ο Θεός δεν είναι υποχρεωμένος να μας αγαπά. Το πράττει εν ελευθερία. Καθ’ υπερβολήν της αγάπης του δέχτηκε εκείνος –ένας Θεός- να πεθάνει όχι για τους δίκαιους και ενάρετους, αλλά για όλους τους ανθρώπους. Με την αλήθεια των λόγων του ακύρωσε τους μύθους, έδωσε διέξοδο στην απέλπιδα προσπάθεια της ανθρωπότητας να βρει ένα ιδανικό, μια ελπίδα στην οποία να πιστέψει και να σωθεί33.



1  Οι αρχαίοι  Έλληνες  είχαν  ένα  δικό  τους  τρόπο  να  ομιλούν  και  να  αισθάνονται  τον έρωτα. Ο έρωτας ήταν Ουράνιος αλλά και Πάνδημος. Ο έρωτας που ενέπνεε την ψυχή ενός ανθρώπου, τον οδηγούσε  στην αρετή μέσω της φιλίας. Όταν  δε έπαυε  να προσδοκά  την φιλία  έπαυε  να υπάρχει (Πρβλ. Νέα Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 9ος,  “Αθήνα: Μαλλιάρης Παιδεία,2006” 158).
Πρβλ. Β. Αδραχτά (2001). «Δαμάζοντας  τα κύματα», στο Ουλής  Δ. Ο  Έρωτας κα  η  Νεοπλατωνίνη (σελ. 14), Εκδότης Εξάντας, Αθήνα.
3  Ορφισμός  σήμερα  καλείται  η  παραδοχή  της  θρησκείας  και  της  θεογονίας, την οποία καθόρισε ο Oρφέας. O ορφισμός με τα μυστήριά του επεδίωξε την απαλλαγή του ανθρώπου από την αγωνία, την οποία  αισθάνεται  ο φοβούμενος το θάνατο και  τα μετά το θάνατο (Πρβλ. Νέα Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 19ος, “Αθήνα: Μαλλιάρης Παιδεία,2006” 80).
4  Η πνευματικοποίηση του έρωτα, που πολλοί πίστεψαν πως απαντάται στο «Συμπόσιο» του Πλάτωνα ουδεμία σχέση έχει με την αλήθεια και τον ίδιο τον Πλάτωνα. (Βλ. Δ. Σαβράμη, Θρησκεία και Σεξουαλικότητα, “Αθήνα: ΔΙΔΥΜΟΙ, 1997, 31”).
5  Η παλαιά και η νέα εντολή του Θεού είναι η αγάπη. Το σκοτάδι εξαφανίζεται και φωτίζει το φως του Θεού. Όποιος  είναι  στο  φως  αγαπά  τον  αδελφό  του, όποιος  μισεί  τον αδελφό του βρίσκεται στο Σκοτάδι, το  οποίο  σκοτίζει  τα μάτια του, ώστε δεν γνωρίζει πλέον πού πορεύεται (Βλ. Α΄ Επιστολή του Ιωάννου, Κεφ. β΄: 2, 7-11).
6  Τα δυϊστικά  αυτά  σχήματα  αντικατέστησαν  τη  θεολογία της  σταύρωσης  και  της ανάστασης, που απώτερο σκοπό είχε να εξουδετερώσει όλες τις αντιθέσεις (Πρβλ. Δ. Σαβράμη, ό.π. 72).
7  Ο Έρωτας κατά τον Σωκράτη, στο «Συμπόσιο» του Πλάτωνα (Κεφ. 23), είναι δαίμονας και όχι Θεός.
8  Στη  χριστιανική  άποψη, ο  έρωτας  έγινε  αγάπη. «Ο μη  αγαπών, ουκ  έγνω τον Θεόν, ότι  ο  Θεός αγάπη εσίν». (Α΄ Ιωάννου 4/δ΄ 8).
9   Πρβλ. Α. Ε. Taylor, Πλάτων, ο  Άνθρωπος  και  το Έργο  του, (Αθήνα:  Μορφωτικό  Ίδρυμα  Εθνικής Τραπέζης, 1991).
10  Πρβλ. Ν. Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική, τόμ. Γ΄, (Θεσσαλονίκη: Πουρναρά, 2005).
11  Πρβλ. Πλάτωνος, Συμπόσιον, 203c-204b.
12  Η Διοτίμα φέρεται ότι έζησε στο β΄ μισό του 5ου αιώνα π.Χ. και συγκαταλέγεται μαζί με τους Πυθαγόρα, Σωκράτη, Ιπποκράτη και Πλάτωνα, στους  μεγάλους  κλασσικούς δασκάλους του αρχαίου ελληνικού  κόσμου. Φέρεται  σαν  ιέρεια στην  Αρχαία  Μαντινεία, φιλόσοφος, Πυθαγόρεια  και μάλιστα  γνώστρια  της  πυθαγόρειας αριθμοσοφίας. Η κύρια αναφορά και η φυσιογνωμία της Διοτίμα βρίσκεται στο λόγο του Σωκράτη στο «Συμπόσιο» του Πλάτωνα, όπου εμφανίζεται σαν πολύ σημαντικό  πρόσωπο  (Πρβλ.  Νέα  Εγκυκλοπαίδεια,  τόμ.  8ος, “Αθήνα:  Μαλλιάρης  Παιδεία, 2006” 42).
13   Πρβλ. Ν. Δ. Γεωργοπούλου, Ο Πλατωνικός Μύθος της Διοτίμας, (Αθήνα: Βιβλιογωνία, 21994).
14  Πρβλ. Πλάτωνος, Συμπόσιον, 202 b 1-5.
15   Βλ. G. Vlastos, Πλατωνικές μελέτες, μτφρ. Ι. Αρζόγλου (Αθήνα: ΜΙΕΤ, 21994).
16  Πρβλ. Ν.Δ. Γεωργοπούλου, ό.π. 103.
17   Βλ. στην ιστοσελίδα:  http://www.xfe.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=158
18   Πρβλ. Ι. Παναγόπουλου, Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη, (Αθήνα: 1995).
19   Πρβλ. Σ. Αγουρίδου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην (Αθήνα: Γρηγόρη, 1971).
20   Βλ. Α΄ Ιωαν. 2,3-6.
21   Βλ. Α΄ Ιωαν. 3,11-18.
22  Η  γνώση  του Θεού προϋποθέτει, την ελεύθερη εμπλοκή μας στις αγαπητικές σχέσεις που δημιουργεί ο ίδιος ο Θεός  μας  εν  Χριστώ. Αν  ο Θεός  αγαπά τον αδελφό μου εν Χριστώ και εγώ μισώ τον αδελφό μου δεν  μπορώ να γνωρίσω τον Θεό. Πρέπει την ίδια αγάπη που ο Θεός έχει με τον αδελφό μου, να  την  έχω και  εγώ με τον αδελφό μου. Η γνώση του Θεού περνάει απ’ αυτή την τεθλασμένη οδό, που  δεν  είναι η κάθετη απλώς μεταξύ της καρδιάς μου και του Θεού, αλλά έχει και την οριζόντια διάσταση (Βλ. στην ιστοσελίδα:  http://www.oodegr.com/oode/dogmat1/doc_gn4b.htm,).
23  Βλ. Α΄ Ιωαν. 4,7-2.
24  Πρβλ. Δ. Σαβράμη, ό.π. 218.
25  Βλ. Δ. Σαβράμη, ό.π. 218.
26  Πρβλ. στην ιστοσελίδα: http://www.oodegr.com/oode/dogmat1/doc_gn4b.htm,
27  Πρβλ. Ν. Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική, τόμ. Β΄, (Θεσσαλονίκη: Πουρναρά, 2006).
28  Βλ. Α΄ Ιωαν. 1,1-2.
29  Βλ. Ν. Ματσούκα, ό.π. 226.
30  Πρβλ. Πλάτωνος, Συμπόσιον, 201d-206a.
31  Πρβλ. G. Vlastos, ό.π. 67.
32  Πρβλ. Ν. Ματσούκα, ό.π. 62.
33  Βλ. Β. Στολίγκα (2005), «Mysterium Tremendum: Έρωτας – Θάνατος», Θρησκειολογία, 6-7: σ. 57.


Βιβλιογραφία

Αγουρίδου Σ., Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην (Αθήνα: Γρηγόρη, 1971).
Αδραχτά Β., «Δαμάζοντας τα κύματα», στο Ουλής Δ. Ο  Έρωτας κα η Νέοπλατωνίνη, (Αθήνα: Εξάντας, 2001).
Γεωργοπούλου Ν., Ο Πλατωνικός Μύθος της Διοτίμας, (Αθήνα: Βιβλιογωνία, 21994).
Ματσούκα Ν., Δογματική και Συμβολική, τόμ. Β΄, (Θεσσαλονίκη: Πουρναρά, 2006).
Ματσούκα Ν., Δογματική και Συμβολική, τόμ. Γ΄, (Θεσσαλονίκη: Πουρναρά, 2005).
Νέα Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 8ος, 9ος  και 19ος, (Αθήνα: Μαλλιάρης Παιδεία, 2006).
Παναγόπουλου Ι., Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη, (Αθήνα: 1995).
Σαβράμη Δ., Θρησκεία και Σεξουαλικότητα, (Αθήνα: ΔΙΔΥΜΟΙ, 1997).
Στολίγκα Β.(2005),«Mysterium Tremendum: Έρωτας-Θάνατος», Θρησκειολογία, 6-7: σ. 57.
Taylor Ε. Α., Πλάτων, ο  Άνθρωπος  και  το Έργο  του, (Αθήνα: ΜΙΕΤ, 1991).
Vlastos G., Πλατωνικές μελέτες, μτφρ. Ι. Αρζόγλου (Αθήνα: ΜΙΕΤ, 21994.